Και είναι και εκείνο το προϊστορικό κοχύλι
που μέσα του έκλεισαν στοργικά οι αιώνες
το εφτασφράγιστο μυστικό
της δημιουργίας του κόσμου
όταν η γη χωριζότανε από τον ουρανό
κάτω από την βροχή μυριάδων άστρων
και εγώ ο θνητός γεννιόμουνα
από βροχή και χώμα.
Και όταν ξύπνησε το πρώτο φως
στις φυλλωσιές των πελώριων δέντρων
άρχισα να περπατώ με τα βήματα μικρού παιδιού
στις γειτονιές του κόσμου αγγίζοντας ψηλαφιστά
το διάφανο πρόσωπο της πρωτόπλαστης ημέρας
σαν μωρό που βύζαινε το στήθος της μάνας του.
Και όταν ο ήλιος κοντοστάθηκε
πάνω από τα πέτρινα αλώνια
τότε και εγώ αγέρωχα σήκωσα το κορμί μου
σαν έφηβος που δεν ήτανε αγόρι, μήτε κορίτσι
και τις ρίζες των ήχων άγγιξα στους κήπους της σιωπής
και μύστης έγινα των μυστικών της φύσης
βαδίζοντας με γυμνά τα πέλματα
μην και ταράξω την σιωπή
που κουβαλούν στην πλάτη τους τα θεόρατα βουνά,
και σιωπηλός όταν έσκυψα
πάνω από το τίναγμα της φλέβας
μικρής γαλάζιας θάλασσας
άκουσα το κάλεσμα του αγέρα
που με καλούσε σε άγνωστα λιμάνια.
Και όταν ξανάρθε η νύχτα
και καυτή η λάβα κύλησε στου φεγγαριού τα κανάλια
σγουρόμαλλα αγόρια και κορίτσια
που στην μνήμη είχαν τη φωτιά των άστρων
στους δρόμους της νύχτας ξεχύθηκαν
με πύρινες ρομφαίες την ίδια την καρδιά τους.
Και ήταν ο θεός του έρωτα που σαν άλλος 'Ηφαιστος
σφυρηλατούσε το λιωμένο μέταλλο της καρδιάς τους
τα βέλη του έρωτα να κάνει με περίσσια τέχνη
που θα έφερναν την μια καρδιά κοντά στην άλλη
και από τότε τριγυρνούν στα σοκάκια της νύχυας
σαν μοναχικά πουλιά που ψάχνουν για το ταίρι τους .
Βάσω Μπρατάκη