Στην άκρη του δειλινού
μ ’ένα ζευγάρι σχισμένα σανδάλια
περιπλανήθηκα
σε βουνά κι ακρογιάλια,
και τον χρόνο ένιωσα
σαν βότσαλο να κατρακυλά
σε αιώνες παρελθοντικούς.
Την αυγή, στο ξύπνημα στο πρώτο φως ,
ευλαβικά έσκυψα
σε μια χούφτα από χώμα,
και την ζωή ένιωσα
ανατριχιάζοντας να ανεβαίνει
από τις ρίζες στα φύλλα ,
όταν ο ήλιος βεντάλιες άπλωνε
πάνω από τις χρυσαφένιες πεδιάδες
Και όταν το μεσημεράκι
καταϊδρωμένο έφτασε
στο απόκρυφο το ακρογιάλι
ευλαβικά και πάλι έσκυψα
σε μια χούφτα από θαλασσινό νερό ,
και σαν άλλη Πυθία μέσα του διάβασα
τα μυστικά των ωκεανών
που στην ράχη τους έφερναν
ασημένια άλογα καλπάζοντας
στων κυμάτων την αφρισμένη πλάτη
Και τώρα
γυμνή και ανυπόδητη
κάτω από την στέγη των άστρων
στο κατώφλι της νύχτας
ιχνηλάτης ποθώ να γίνω
της τροχιάς που διαγράφουν
τα όνειρα των ανθρώπων ,
όταν σαν γλάροι ορμούν
στην θάλασσα της καρδιάς τους
Και εσύ ,Γλάρε μου Ιωνάθαν ,
που στο βλέμμα έχεις
την μοναξιά της θάλασσας
θέλω να ξέρεις
το μυστικό πως είναι να πετάς ,
να πετάς φίλε μου
ακόμα και όταν βλέπεις
πως πετάς μονάχος σου ,
γιατί γραφτό της μοίρας είναι
αυτοί που ονειρεύονται
ταξίδια αόρατα στα μάτια των άλλων
να πετάνε μονάχοι τους …
Βάσω Μπρατάκη