Έπειτα από απουσία τόσων χρόνων
ξαναπεράσαμε απ' το γνώριμο στενό
κι ήταν άδειο.
Πού βρίσκονται άραγε οι διαβάτες ;
Πού πήγαν ; Ρωτήσαμε .
Μ' απόμεινε άδειο περίλυπο να μας κοιτάζει ,
μέσα από μια φλύαρη σιωπή
που θαρρούσες ότι εκείνες οι παλιές αγάπες
που με τόση ευκολία ψιθύριζαν το
'Σ, αγαπώ "
(χωρίς να το εννοούν ήταν απλά μια λέξη )
Θα αναφαίνονταν και πάλι απ ' την γωνιά .
Κι εμείς απλοί άνθρωποι ιδεαλιστές τότε
ξέραμε ν' αγαπάμε με την καρδιά
κρεμασμένη απ' τα μισόκλειστα πατζούρια
να στενάζει ερωτοχτυπημένη .
Ήταν γιατί αγαπούσε βουβά και δυνατά
με δίχως λόγια και πρόσμενε.
Με δίχως κινητά στην τσέπη των ονείρων
να γεμίζει σελίδες και ελπίδες το μυστικό ημερολόγιο
που αντιστεκόταν στην φωτιά της αγάπης.
Κι ύστερα ... οι φλύαρες αγάπες πετάξαν
αφήνοντας πίσω τους πίκρα
στην μπουχτισμένη ψυχή , πο όρκο δίνει
ότι της είναι πια αδιάφορες.
Μα σίγουρα είναι μονάχα λόγια .
Αλλιώς γιατί μπερδεύει την αγάπη με το μίσος ,
κι ακόμα δεν βρίσκει την μεσαία οδό.
Εκεί που ο θεός της αδιαφορίας
θα έδειχνε έλεος
απολυτρώνοντας την κομματιασμένη καρδιά
που το μόνο της φταίξιμο
ότι ήταν ιδεαλίστρια
κι ήξερε μόνο ν' αγαπά
βουβά και δυνατά
με δίχως λόγια.