(...πενθώ τους νάρκισσους με ανάσες...)
Φύσηξε η μέρα, κι ήτανε σάμπως
να μην την έζησα- πάλι θλιμμένος-,
τα χλωοβλέφαρα κλείνει ο κάμπος,
να αποσταθεί μαυροντυμένος.
Και φέγγουν έρωτες που αναβλύζουν
τις άγιες ώρες τους, σε μια στιγμή,
μεσ΄ τα ξερόφυλλα,π΄αργοθροίζουν
κάτω απ΄τ΄αστρόφωτο, το ασημί.
Ωδη θαρρείς παράξενη ,-σαν σκύρτημα σολίστα-
απόψε η νύχτα επέλεξε ,πάνω στα δυο της χέρια,
κι ειναι γλυκό τ΄αγκάλιασμα, στης πλάσης της την πίστα,
καθώς η γη ΄ρωτεύτηκε, τη λούνα κι τα ΄στέρια.
Σαν το κοιτάζω, ξαγρυπνώ, ω!! νύχτωμα κερένιο
ποια θλίψη απόψε ζήλεψε, εμένα να ζυγώσει..,
κι ολο αγγίζω το αστροφώ, το μελοφιλντισένιο
που ο κάμπος θα ΄ρωτοτρωπεί, μέχρι να ξημερώσει.