Πώς απομείναμε έτσι
μονάχοι και εγκαταλελειμμένοι
μέσα στην σκληρή της μοίρας μας
άγρια θεία δύνη
και η μοναξιά μας
αχάραχτη και ανέγγιχτη
σαν τα νερά στον καθρέφτη
βαθειάς πράσινης λίμνης.
Του αδελφού
το χέρι που χάραξε την πικρή μοίρα
και εμείς μιλούσαμε για λύκους και κοπάδια
πού να ξέραμε
πως τα φίδια αλλάζουν ολοένα δέρμα
αγκαλιάζοντας σφιχτά
τα κλαδιά που άπλωσαν φυλλωσιές
πάνω από τα χρόνια με τις ημέρες μας.
Βάσω Μπρατάκη