Ο σκώληκας της φθοράς του χρόνου
Ο σκώληκας της φθοράς του χρόνου
νύχτες τώρα ροκανίζει τα όνειρά μου
κι εγώ στον ίσκιο ενός αριθμού
κάτω από την τέντα της σιωπής
απλώνω μια ηχώ από ξεχασμένες νότες
χαράζοντας ομόκεντρους κύκλους
στα σκοτεινά νερά της μνήμης.
Κι εσύ αλαζονικό ανθρωπάκι
που πυροβάτης θαρρείς πως έγινες του ονείρου,
ακροβάτης με επιδεξιότητα χορευτή,
που ακροβατεί ηχηρά
ανάμεσα στο φθαρτό και το αθάνατο της ύπαρξής μου,
μην αυτοαποκαλείσαι φωναχτά
ημίθεος και απόγονος των θεών ότι είσαι,
γιατί ιερόσυλος γίνεσαι κάτω από τα άστρα .
Πώς δεν το έμαθες ακόμα στην κερήθρα της σιωπής
πως αιώνες τώρα εργάζονται σιωπηλά οι μέλισσες
που θα σου χαρίσουν το μέλι της αθανασίας.
Κι εσύ θνητέ ,σύμβολο απατηλό της δικαιοσύνης
των ανθρώπων
που με ευκολία περισσή υπέγραψες την σταύρωσή μου,
σου φιλώ τα χέρια
γιατί σύμβολο με έκανες της θυσίας ιερό
στα μάτια των παιδιών σου που θα γεννηθούν
στους επόμενους αιώνες .
Τα κορίτσια και τα αγόρια που θα ξυπνήσουν
κάποια αυγή
όταν ο σπόρος της ζωής μυστικά θα απλώσει ρίζες
στις ηλιόλουστες πεδιάδες της μήτρας
ροδομάγουλων παρθένων .
Κι εσύ που χρόνια τώρα προσπαθείς να με λυγίσεις
γκρεμίζοντας τα κάστρα της ανθρωπιάς μου,
ευχαριστώ σε, γιατί πολεμιστή άξιο με έκανες
στους δρόμους του πατέρα ήλιου.
κι αφού πορευτώ ρακένδυτος και ζητιάνος
μέσα από τα μάτια της σκληρότητας των ανθρώπων
καινούργιες κοινωνίες
να ονειρευτώ και πάλι για τα παιδιά μου.
Κι εσύ που με μίσος περισσό γκρέμισες τα ιερά μου,
ευχαριστώ σε ,γιατί ζητιάνο του ονείρου με έκανες
στη φλόγα ενός καλοκαιρινού δειλινού
την ομορφιά των ρόδων να προσκυνήσω
και μύστης των μυστικών της φύσης να γίνω,
κι αφού ξαποστάσω στις όχθες του ποταμού
σιωπηλά να καλέσω μέσα μου τη μητέρα γη
και πάνω στο δικό της αρχαίο τραγούδι
να χτίσω και πάλι τα ιερά μου .