Μου’ πες πως τώρα πια αργώ
να γράψω πέντε στίχους……
Γι’ αυτό και’ γω σου απαντώ…..
Τα’ αυτιά μου και τα μάτια μου
κουράστηκαν στους ήχους
όπλων, κραυγών και οιμωγών
μεγάλων, νέων και παιδιών
φτωχών, δυστυχισμένων…….
σπίτι τους και κονάκι τους
οι ράγες κάποιων τρένων…..
Τώρα εάν την δύναμη
την βρεις πάλι να γράψεις
να πεις και να φωνάξεις
για κάποιο δίκιο άνθρωπου
για Γη, ορφάνια και φα’ί’
ή και για άλλο θέμα
μελάνι δεν υπάρχει πια
πρέπει βουτήξεις πένα σου
δοχείο με το αίμα.
Και συ ρωτάς
για που να πας
και που να ακουμπήσεις
ξέρω, κι’ άλλα τόσα πολλά
που θέλεις να ρωτήσεις…….
Σε είδα που προσπάθησες
πως έτρεξες
κι’ ας άργησες….
όμως φορές, κι’ είναι πολλές
είτε το θες, ή δεν το θες
έρχονται οι Προσκυνητές
κι’ ο τάφος είναι άδειος……
Μη πεις πως δεν σου’ τόπανε
μη δείξεις δεν το ξέρεις,
μην προσπαθήσεις
απ’ αλλού να πιάσεις την αιτία
και βγάλε από πάνω σου
πικρή μελαγχολία….
Ξέρω πως ψάχνεις
για να βρεις
Πύλη για να χωρέσεις
τις τόσες αμαρτίες σου
για να τις συγχωρέσεις.
Όμως δεν το χρειάζεσαι
και μη στενοχωριέσαι
και ΜΟΝΟ που ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ
γι’ αυτό και ΣΥΓΧΩΡΙΕΣΑΙ !
*****
(Συνέχεια…. Προαιρετικά…)
Πως δεν το ήθελες θα πεις
σ’ αυτόν που είναι Δικαστής
να έρθεις εδώ κάτω
και να κοιτάς, να βρίσκεσαι,
στου βαρελιού τον πάτο…
Άνοιξες το παράθυρο
πριν καν να ξημερώσει ,
μα ο Χειμώνας κράτησε
κι’ έντυσε τα μαλλιά σου.
Και τώρα βράδυ που κοιτάς
βουνό αντίκρυ, κάτασπρο
στο χιόνι της μιλιάς σου.
Κι’ ο Βήχας που επέμενε
ζωή τον συντροφεύεις,
τον κράτησες….
τον έντυσες,
τον ζέστανες στα στήθια
γιατί δεν τον φοβόσουνα
έλεγες την Αλήθεια.
Κι’ ας πόναγες
κι’ ας σκούπιζες
ιδρώτα μέτωπό σου,
αμυγδαλιών πολλές καρδιές
άνθισαν και ξανάνθισαν
απ’ το χαμόγελο σου….
Ένα χατίρι θα σου πω
μου κάνεις πριν να φύγεις.
Μαχαίρι ετούτο, πάρε το
και δώστο πάλι πίσω,
Δεν πολεμώ τον αδερφό,
εγώ δεν τον σκοτώνω,
ίσως να είμαι γραφικός
μα μόνο ένα έμαθα
Αγάπη Ν’ ΑΡΜΑΤΩΝΩ……
Νίκος Στυλιανού