Τα περιστέρια πέταξαν προς την παλιά καμάρα
και το γέρικο σκυλί σαν να ξύπνησε λίγο
από το ξαφνικό αυτό τίναγμα.
Ανάμεσα σε πόδια ανθρώπων βιαστικών,
σήκωσε το κεφάλι του βαριεστημένα για μια στιγμή
πριν χαθεί πάλι στα σκυλίσια όνειρά του.
Είναι περίεργο πως τα περιστέρια αλλάζουν,
Πως παίρνουν το χρώμα της πόλης σταδιακά.
Αυτό μου είχες πει αιώνες πριν,
Καθώς η γη έφερνε στροφές γύρω από τον εαυτό της
Και οι μέρες αγκυλώνονταν κάπου εκεί ψηλά
Στον ουρανό.
Τώρα το μεσημέρι αυτό πήρε την γκρίζα απόχρωση
Που του αξίζει και οι στίχοι βγαίνουν αυθόρμητοι,
Ρέουν άνετοι στο χαρτί, γεμίζοντάς το με λέξεις.
Ανάμεσα στον ήχο από ένα βιολί και ένα πιάνο
Η ψυχή στάζει τις δικές της σταγόνες στη θάλασσα.
Δεν σε ξέχασα ποτέ, μοιάζει να λέει.
Δεν σε έχασα ποτέ, μοιάζει να κλαίει.