Η Κερκόπορτα βρίσκεται πάντα εκεί όταν σκοτεινιάζει.
Οι Θερμοπύλες βρίσκονται πάντα εδώ όταν ξημερώνει.
Τα χέρια υπάρχουν πάντα πρόθυμα..
να υπακούσουν μια χαλασμένη, άδικη, καρδιά
που χτυπά τα ύπουλα πέπλα της
στον βουβό, ανεπίστροφο χτύπο της,
έτοιμα να γυρίσουν το πόμολο της προδοσίας.
Κι’ ο νούς ; Σταυρόλεξα, αραδιασμένα, άλυτα.
Οι λύσεις ; Ψηλά, εκεί που δεν κοιτά κανείς,
να κρέμονται στον γαλαξία.
Άγνωστες και μυστηριώδεις, ανύπαρκτες,
στον κόσμο που φυτρώνει το σιτάρι
κι’ ανάβει ο φούρνος, να ψήσει το καλαμπόκι.
Οι θύελλες προσπερνούν κορο’ι’δεύοντας σαδιστικά,
μουσκεύοντας τα ξύλα που πάντα σκεβρωμένα, διαβρωμένα,
εμποδίζουν τις κερκόπορτες να κλείσουν.
Κι’ οι γειτονιές ράθυμες, καλημερίζουν φθονώντας και ζηλεύοντας,
ζητώντας να βρουν μπουκάλια με δάκρυα
και τις ταμπλέτες πόνου για να χαρούν, ν’ ανακουφιστούν,
στο αλλοπρόσαλλο διάβα, της καλοσυνάτης μνησικακίας τους.
Οι κοινωνίες σφιχτές, απεγνωσμένες, κουρασμένες,
απ’ τον κορεσμό του άθλιου, με τον Ουγκώ να οδηγεί την άμαξα,
πάντα επίκαιρος και χαμογελαστά θλιμμένος.
Οι πετούγιες σκουριασμένες, μαυρισμένες,
με το λίγο μέταλλο ψυχής π’ απέμεινε, ψαχνό ανάστασης,
προσδοκώμενης, πολυπόθητης αναγέννησης,
στη θολούρα που το τέλμα αχνίζει τα’ αδιέξοδο.
Παίζοντας, τρέχοντας, φωνές, γαλανομάτια πέλαγα,
χρυσά, ξανθά μαλλιά,
καρδούλα ροδοπέταλα, χεράκια ενωμένα,
Κερκόπορτα το ξύλο της καθίζουν, ξαποστάσουν.
Και η Κερκόπορτα βαριά να τρίζει και να κλείνει.
Τα σκεβρωμένα ξύλα της, κλειδώνουνε για πάντα.
Δεν είν’ κανένα μυστικό, ούτε καμιά απάτη,
η λύση πού’ ρθε τρέχοντας και λέγεται Αγάπη !
Νίκος Στυλιανού