Είχα ένα ποίημα γράψει φίλε μου,
Πρέπει να ήταν εκεί γύρω Χριστούγεννα.
Έλεγε για ποιητές,
Για αυτούς που γράψαν αράδες
Και για αυτούς που δεν γράψαν ποτέ τους.
Έλεγε πως μοιάζουν με καράβια οι ψυχές τους.
Καράβια σε μαύρους ατέλειωτους ωκεανούς,
Μοιάζουν να κυνηγάνε έναν φονιά Μπόμπι
Και πως ξοπίσω τους αφήνουν μια Καλυψώ…
Συναντάνε στην πορεία τους
Ναυάγια παλιά,
Ναυάγια πρόσφατα,
Σε ξέρες σταματημένα,διπλωμένα.
Κάτι τέτοιο έλεγε το ποίημα
Και μίλαγε και για μια κατάρα.
Δεν υπάρχει Ιθάκη,
Ούτε γυρισμός.
Μόνο τέρατα
Και κάπου κάπου
Γλυκά ηλιοβασιλέματα σε νηνεμίες.
Ξέρεις καλά όμως φίλε μου
Ποιο θα ‘ναι το τέλος.
Μια ξέρα και για σένα
Και για μένα
Μας περιμένει κάπου εκεί έξω.
Η δύναμή μας είναι η πορεία μας
Και η πλανεύτρα μάγισσα
Που αφήσαμε πίσω μας.
Άλλοι την είπαν Καλυψώ
Άλλοι συμβιβασμό.
Η αλήθεια είναι ο ωκεανός
Και ο ουρανός του.
Χαμογελάω..
Νυχτώνει έξω.
H καμπάνα χτυπάει για όλους 6
Και η κοπέλα δίπλα βάζει
Την αγαπημένη της εκπομπή
Στο ραδιόφωνο.
Κάποιος αφιερώνει σε κάποια.
Νυχτώνει έξω.
Σβήνω το τσιγάρο και σηκώνομαι.
Αλλά πριν φύγω
Θα κλέψω μια φράση που ταιριάζει...
Γιατί
Για τους ναυτικούς
The sun never sets.
(στον Sailor)