Άφησε να καλπάσει στα χέρια σου
τ' αλαβάστρινο άλογο της σιωπής
Μ' ένα γλυπτό χλιμίντρισμα
στην απογύμνωση της καρδιάς
Να σαγιτέψει την απροσδόκητη ευαισθησία
των κορμιών
Τον ασυγκράτητο χείμαρρο
των παθιασμένων βλεμμάτων
Βρεγμένες κραυγές αποστροφής
καταιγίδες, κριτικές κι απόψεις.
Εσύ Γαλήνη με βροχερά τα μάτια
πίσω απ' τις τριανταφυλλιές.
Άργησες ν' ανοίξεις το παράθυρό σου
Τριζοβολούν τα σάπια σανίδια
Μια φλούδα από φεγγάρι
σκότωσε την κρυφή μου έκφραση
Άγγιξε ο αποσπερίτης τα στήθια σου.
Χρόνια πολλά!
Γιορτάζουν τα σύμπαντα
και ζηλεύω.
Η παιδεμένη σιωπή μου
γκρεμίζεται στον ύστατο καταρράχτη
Σουρίζουν οι σαύρες στων ατερμόνων μυστηρίων
τις φυλλωσιές.
Άλαλο το κορίτσι συννεφιάζει
στο τελάρο του ζωγράφου
Σειρές τα ταμπούρλα
σπασμένα τα βιολιά.
Η σιωπή μου μιλάει με τον ύστατο δείκτη πορείας
Των απόντων βουές
το κορίτσι βελάζει
Στ' αλλοπρόσαλλα πέρατα
των τιτάνων σκιές.
Μικρέ μου
όταν το θέμα μπορέσεις ν' αναπτύξεις
η λάβα ίσως ξεχυθεί.
Πάνω που άνοιξαν οι ουρανοί
οι ζημιές στεγανές
και το κρύο πολύ
καμένες οι ρίμες κι οι προστριβές ζευγαρώνουν.
Τα μάτια σου φέρνουν της θάλασσας τα κύματα
Για πες μου, τώρα πώς θα συννεφιάσω;
Στα μπαρ των μοναχικών συνδιαλέξεων
αυνανίζεται η ώρα των στερνών αντιφάσεων.
Γι' αυτό τραγούδα
Μου θυμίζεις τη βροχή.
θα ΄μαι για πάντα
μια σπασμένη βεντάλια στα χέρια του δειλινού
Μπροστά σ' ένα κουτσό καβαλέτο
θα κιτρινίζω τη θλίψη μου
και θα κρύβω πίσω απ' το δάχτυλό μου
τη μεγάλη τρέλα του μυαλού μου
Μέσα σ' ένα πανουκλιασμένο καθεστώς
σύντομων απολαύσεων
Και τα μάτια μου
παράταιρα είναι
Το ΄να λίγο λίγο χύνεται
στη βρώμικη σφαίρα του καιρού
Και τ' άλλο ασάλευτα τουφεκίζεται
στη γη των οριζόντων.
Επικαλούμαι την ανάσταση
των ταραγμένων συνειδήσεων
Ξαφνική βροχή τ' απομεσήμερου
τρομάζει τις ζοφερές ανταύγειες της αμφιβολίας.
Διαβαίνει ο απέθαντος το μονοπάτι
της αιώνιας σφαγής
Θα ΄ναι τα σημάδια του
έκτακτα δελτία ειδήσεων
Συνουσίες σατανικές κι ανήλεες
Πεισματωμένες νεκροκεφαλές.
Σκίζω ορέξεις κι ανάβω φωτιές
Σπασμένοι καθρέφτες
χυδαία ουρλιαχτά και αίματα
Τυλίγουν το σώμα μου ερεθισμένα φίδια
ταυτόχρονα δαγκώνουν το πιο διψασμένο σημείο
στο βάθος του κορμιού μου.
Τότε ανοίγουν οι σάρκες μου
και χύνονται στην έρημο
κάτασπρα λάφυρα κάτω απ' τον ήλιο.
Έπαιρνα την τελευταία δόση
από ΄να καμπουριασμένο σύννεφο
που κοιτούσε πάντα τη γη
Κι έμεινα στεγνή
με μια παλινδρόμηση
π' άφηνε τη σιγή να κλαίει
στην άγρια ακρογιαλιά,
με δυο κύματα
να πνίγουν τη διψασμένη λαγκαδιά μου.
Σκάλισες τον απόηχο
με τη σμίλη του φιλιού σου.
Έτσι, όταν είδες τον έναστρο ουρανό
έκανες κόμπο τη μιλιά σου
και την πέταξες με βία
στ' ανάθεμα του χρόνου.
Εσύ ζωγραφίζεις στ' όνειρο
την αστροφώτεινη ανάληψη της φαντασίας.
Δε μιλάς. Μόνο ξυπόλητη αναταράζεις
τη λευκή σιγαλιά της πορείας.
Κι έτσι όπως έρχεσαι
απαρχής του κόσμου
μυρίζεις άνθη αρχαγγέλων
Γι' αυτό μπροστά σου θα κλάψω
Το δάκρυ μου να πάρει τ' άρωμά σου.
Πατεράκη Ευαγγελία












στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.




