Με δυσθεώρητα μεγέθη
αμφιβόλου νεύρου
γέμισες τις μέρες
και τις παρέδωσες
στο λεπίδι κρεατομηχανής
που μισεί την ιππασία στον άνεμο.
Έπεσες, ξέπεσες και εξέπεσες
διάτων αστέρας, στο νεφέλωμα
μιας αδεισώπητης ψύχρας
στη σκηνή του θανάτου της σκέψης σου.
Δεν στο είχα πει να μη σε πονέσω.
Δεν έχει ηθική η σιωπή.
Στην αγωνία των ημερών
της κάθε μέρας,
μπροστά στο φάσμα της ώρας,
ενεός στέκεις αμαθής ακόμα
στο αίμα της γέννας
του δευτερόλεπτου.
Θωπεύεις τη μοίρα και
μετά τη βιάζεις,
για να σακατευτεί
σε πρόσκρουση πάνω σε τοίχο.
Το σχέδιό σου όμως θα μείνει μετέωρο.
Το όχημά της έχει μάθει την οπισθοπορία.
Διαθέτει τη συνταγή του δούναι
και μένεις εσύ παλάμη
απλωμένη στο λαβείν.
Επειδή η νομοτέλεια
ακατάπαυστα εργάζεται,
κρατώντας τους πλανήτες
στην αυτή θέση,
θα μεσολαβήσει
και στην περίπτωσή σου
και θα ξαστράψει
στην όψη πιο εφιάλτης
από ό,τι φαντάστηκες.
Το σκήνωμα σου,
το πλέον βέβαιο τέλος
στο οδοιπορικό μιας αποτυχίας.
Ανεπαίσθητης και αδιόρατης
στα μάτια των ζώντων συναισθημάτων
που ξέρουν από ιππασία στον άνεμο.
ΚΙΡΚΗ