Τι κομίζουν στην πόλη
και είναι τόσο γελαστοί -;-
Όταν τα παράθυρα
έχουν κλείσει
και τα μαγαζιά
κατέβασαν ρολά
κι οι άνθρωποι
κρεμάστηκαν
στα χερούλια
του τρόμου
κι οι ήρωες
ξεχάστηκαν
στα παλιά μπαούλα
και βροντές που
δεν σπλαχνίζονται
ούτε τους ίσκιους
των μεσημεριών
και κιβωτός δεν έγινε
γιατί ο νους εκοιμήθη
όταν αεροσκάφη
τον ράντισαν σιωπή
Τι κομίζουν στην πόλη
την αγέλαστο
και είναι τόσο γελαστοί -;-
και ποιοι κομίζουν
τα φέρετρα
στην εθνική γιορτή
κάτω απ' το βλέμμα
των δώδεκα
ωρών
που νυχτοβαίνουν
στα ασχημάτιστα κορμιά
των νεανίδων
και των παίδων
όταν κι ο θάνατος ακόμη
αιμορραγεί
μες στους τρελούς παιάνες
που κάλπες κάλπικες
εστήθηκαν
στη μέση της πλατείας -
πλατιάς γεωγραφίας
με ιστορία αμόλυντο -;-
Και πως των αγίων
ο χορός
ασφυκτιεί
στα αθωράκιστα
ονείρατα
των νεογνών
των σκλάβων -
ένα κολύμπι
σε γάργαρη πηγή
την ώρα που η Νύμφη της
ερωτοτροπεί
κι απέχει απ' τη γιορτή -;-
Και πως ο τόπος
χωλαίνει
και αποστρέφεται
χαμόγελα μωρών
που άγνωμα ονομάζει
ενώ αυτά σχημάτισαν
το άρμα του ελλόγου
την ώρα που επείνασαν
το γάλα
και ζωγράφισαν
το άρμα του ηλιάτορα -;-
Και ο σοφός ο γέροντας
στα χείλη έσυρε κραυγή
κι ενός λεπτού σιωπή
για την ανάμνηση του ανθρώπου
Κι όταν ο δείκτης των λεπτών
εζυγιάσθη και ισορρόπησε
πάνω στο ΕΝΑ
το μαχαίρι τρύπησε το κόκαλο
κι ο γέρος έγδαρε τις σάρκες του
και είπε:
Μαύροι χειμώνες έφτασαν
και μαύρες καταιγίδες
Να κατεβαίνετε υπόγειες στοές
εκεί θα ξανά με βρείτε
να σας ορκίσω στα γοργά
με των προγόνων τα σπαθιά
κι εκεί να συνταχθείτε
Σαν ένας λόχος ιερός
ν' αγωνιστείτε -!-
Και μη βελάζετε, λοιπόν,
και μη κρεμιέστε
Η ώρα είναι η σωστή
τα δόντια σας να δείξετε
Τους τάφους σας κομίζουν
αυτοί οι μαύροι γελαστοί
στους τάφους σας χορεύουν
εξ ου των αγίων ο χορός
αδέρφια αγωνιστείτε -!-
Πατεράκη Ευαγγελία