Μόλις είχε σχολάσει η Έλενα, μετά από μια εξοντωτική μέρα
σ’ ένα κατάστημα της οδού Ασκληπιού στην Αθήνα με ηλεκτρικά είδη, όπου δούλευε σαν υπάλληλος.
Η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς μια δύσκολη μέρα, που όλοι συνωστίζονται την τελευταία στιγμή παρά το συνεχές του ωραρίου, για τα δώρα τους και βιαστικοί για να προλάβουν το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν και την αλλαγή του χρόνου.
Όλη τη μέρα πηγαινοερχόταν, χωρίς ανάσα. Έμεινε ως αργά,
για να εξυπηρετήσει και τους τελευταίους πελάτες και να κλείσει ταμείο.
Έβλεπε τους δείκτες του ρολογιού να κυλούν συνεχώς, να μετρούν το χρόνο και τη ζωή να κυλά στις ράγες του και να χάνεται.
Βγήκε στον δρόμο, η ώρα περασμένη, ο κόσμος είχε αραιώσει, χιλιάδες πολύχρωμα φωτάκια σκόρπαγαν γύρω την λάμψη τους και σκιές πάνω στους τοίχους αποτυπώνονταν σαν φιγούρες χορευτών, δίνοντας μια απόκοσμη αίσθηση.
Χαιρόταν που τριγυρνούσε έτσι χωρίς πρόγραμμα, που ήταν ο εαυτός της, βυθισμένη στη μαγεία αυτών των ημερών.
Σκέψεις την παρέσυραν και χωρίς να καταλάβει το πώς,βρέθηκε από την Ασκληπιού στην Κηφισίας, ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει και αλαφιασμένα η μνήμη ζητούσε να καταλάβει ζωτικό της χώρο.
Κάποια γεγονότα αρνούνται να πεθάνουν, είμαστε δεμένοι μαζί με αυτά.
Εικόνες ξεχύθηκαν από την ψυχή της και όλα τα προηγούμενα που είχε ζήσει βγήκαν από την κρυψώνα τους πήραν μορφή, φωνή και φώς.
Πόσα χρόνια να είχαν περάσει; Δεν θυμόταν ακριβώς.
Έβλεπε την Έλενα ένα βράδυ παραμονής πρωτοχρονιάς σαν σήμερα, να γυρίζει τον ημεροδείκτη στην πρώτη μέρα του νέου χρόνου και να κλείνει βιαστικά το κατάστημα Κινητής Τηλεφωνίας που διατηρούσε στη Σόλωνος εκείνο τον καιρό, μαζί με τον σύζυγο της Γιώργο.
Στην προσπάθεια αυτή ο Γιώργος συμμετείχε μόνο νοερά και όχι πραγματικά χωρίς να υφίσταται την καθημερινή φθορά από το κυνήγι των συνεχών υποχρεώσεων, ενοικίων, λογαριασμών, επιταγών, φόρων, ήταν απών από το χώρο του καταστήματος και η Έλενα είχε γίνει χίλια κομμάτια, θυσιάζοντας την ψυχική της γαλήνη.
Μια πολυσχιδής προσωπικότητα,που είχε εγκλωβιστεί σε πολλαπλούς και ανούσιους ρόλους, χάρις στους όρκους
Αιώνιας Πίστης και Αγάπης,που είχε δώσει κάποτε,μπροστά σ’ένα μπουκέτο άσπρες μαργαρίτες,.
Στόχευε ψηλά εκείνος, σε γνωριμίες και ανοίγματα που θα τους εξασφάλιζαν για μια ζωή!
Ο Γιώργος ήταν ήδη στο σπίτι όταν έφτασε, μόλις που πρόφταινε να χαλαρώσει λίγο στον καναπέ,να κάνει ένα μπάνιο και να περιποιηθεί τον εαυτό της για την βραδινή τους έξοδο.
Ευτυχώς τα ρούχα του ήταν έτοιμα από την προηγούμενη, αλλιώς ποιος άκουγε την γκρίνια του χρονιάρα μέρα.
Την βραδιά θα την πέρναγε με τους δικούς του όπως συνέβαινε κάθε χρόνο σε μια ατμόσφαιρα τυπικά καθιερωμένη, ντυμένη με το ένδυμα της υποκρισίας.
Μια συνήθεια που είχε γίνει πια κανόνας,αφού αντίδραση από μέρους της δεν υπήρχε.
Με την είσοδο της στο σπίτι όμως διαπίστωσε νεύρα, γενικά και αόριστα.
«Τα κατάφερες να έρθεις; Μας περιμένουν οι δικοί μου με το τραπέζι στρωμένο.» της είπε, με έκδηλο θυμό
Έψαχνε γύρω του χωρίς να βλέπει τα ρούχα του, ήθελε να του τα δώσει στο χέρι, να του δέσει την γραβάτα να του ξεσκονίσει και γυαλίσει τα παπούτσια να του βρει συγκεκριμένες κάλτσες. Ξαφνικά θόλωσε, παρά τις προσπάθειες της να τον ντύσει ! Πέταξε τα ρούχα του τα παπούτσια του και της είπε πως δεν πάει πουθενά, πήρε τηλέφωνο τους δικούς του ότι είναι κουρασμένος και ότι θα πέσει για ύπνο!
Εκείνη δεν είχε την δύναμη πια για άγονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις χωρίς τέλος.
Ένοιωθε κουρασμένη και απογοητευμένη. Τα λόγια ήταν περιττά πλέον, αυτό που ζούσε εδώ και καιρό δεν ήταν ένα κακό όνειρο ήταν η στεγνή πραγματικότητα, η αληθινή ζωή.
Βγήκε από το σπίτι χωρίς να πει τίποτα έτσι όπως ήταν με τα ρούχα της δουλειάς, αυτά που πάλευε όλη μέρα.
Η κρυφή πληγή της άρχισε να αιμορραγεί, έκλαιγε βουβά χωρίς λυγμό, όλες οι λάθος πράξεις της όρμησαν να την πνίξουν ,η ατολμία της απέναντι σε μια κατάσταση που της έδινε μόνο ένα ρόλο υποζυγίου την βάραινε τρομερά.
Τα χρώματα που την έτρεφαν από μικρή είχαν χαθεί πια από την ζωή της.
Κατευθύνθηκε σε μία «κρεπερί» λίγο πιο πάνω από το σπίτι της, είχε την ελπίδα πως θα την έβρισκε ανοιχτή. Τελικά δεν έπεσε έξω. Η Μάγδα και ο φίλο της ήταν εκεί ,λίγες ώρες απέμεναν για την αλλαγή του χρόνου. Η Μάγδα κατάλαβε την στενοχώρια της και της ζήτησε να τους ακολουθήσει στην πλατεία Κοτζιά για το πρωτοχρονιάτικο «ρεβεγιόν».
«Είμαι σε μια ομάδα πολιτών για εθελοντική βοήθεια και συμπαράσταση σε κούρδους μετανάστες, σε εορταστικό κλίμα
θα μοιραστούν τρόφιμα και ρούχα αν θες να βοηθήσεις έλα μαζί μας, την βραδιά θα ομορφύνει ένα συγκρότημα δικό τους παραδοσιακό κουρδικό» είπε η Μάγδα.
Έτσι και έγινε, στο κέντρο της Αθήνας ένας ανοιχτός καταυλισμός Κούρδων Μεταναστών είχε στηθεί.
Γύρω από την πλατεία σώματα λησμονημένα, στερημένα, υποταγμένα σε μια μαζική πορεία, δαρμένα από μια αλύπητη Μοίρα.
Πρόσωπα θλιμμένα, σκιές όμοιες μέσα σε σκηνές, σκιές πέρα από μεγαλεία και ψευδαισθήσεις.
Μια παραμονή πρωτοχρονιάς μέσα στου δρόμου τη βοή και της βραδιάς την υγρασία βρέθηκε να μοιράζει συσσίτιο και ελπίδα σε πεινασμένους και κατατρεγμένους και ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένα φώς έλαμψε και ζέστανε την παγωμένη της ψυχή.
Σε μια αυτοσχέδια εξέδρα παιζόταν μουσική παραδοσιακή, χόρεψε και αφέθηκε σε συναισθήματα πρωτόγνωρα, χαιρόταν, γελούσε ,χρόνια είχε να νοιώσει τόσο όμορφα, σαν να ήταν κάποια άλλη έμοιαζε, αυτή που είχε χαθεί μέσα σ’ έναν ανούσιο καθημερινό αγώνα χωρίς πραγματικά οράματα και στόχους και πάνω απ’ όλα Αληθινή Αγάπη.
Άστραψε η νύχτα από τα πυροτεχνήματα στο γύρισμα του Νέου Χρόνου κι ένα πολύχρωμο ουράνιο τόξο γέμισε τις καρδιές όλων με την ελπίδα πως τούτη η αυγή κάτι καλύτερο θα έφερνε!
Γύρισε στο σπίτι χαράματα ενώ εκείνος εξακολουθούσε να κοιμάται. Δεν την αναζήτησε….. δεν ανησύχησε….
Ήξερε πως θα γύριζε κοντά του χωρίς θυμό, χωρίς να παραπονεθεί και τα πράγματα θα έπαιρναν πάλι το δρόμο που εκείνος είχε επιλέξει…..
Εκείνη προχώρησε προς το σαλόνι, κι άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας.
Η άγνωστη μουσική που είχε μαγέψει τις αισθήσεις της ,ηχούσε με κάθε χτύπο της καρδιάς της, μέσα στο πρωινό, το δικό της ρυθμό και τη δικιά της σκέψη.
Ο ήλιος της χαμογέλασε στοργικά όπως και η ζωή που την καλούσε να ονειρευτεί, να χαρεί,να ενθουσιασθεί, να συγκινηθεί, να αγαπηθεί ,ανταπέδωσε τα χαμόγελα, έκλεισε την εξώπορτα πίσω της κι έφυγε για πάντα, χωρίς καμία εξήγηση…..
Μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς ,που στάθηκε Σταθμός στη Ζωή της
Στην Πλατεία Κοτζιά, με τους Κούρδους Μετανάστες,
μια ξένη αγκαλιά….. κι όμως τόσο οικεία…..
Καλή χρονιά εύχομαι σε όλους,μέσα από την καρδιά μου.
Κατερίνα