Τούτη η περίοδος της εξωστρέφειας μοιάζει για μένα με φθινοπωρινή λιακάδα. Βγαίνω στο δρόμο, ρουφάω αχόρταγα τον Αήττητο Ήλιο και ανασαίνω ελεύθερα. Στα βήματα αυτά δεν είμαι συνηθισμένος, δεν καλόμαθα τον εαυτό μου. Η τόση έκθεση στα μάτια και στην ψυχή όλων σας μου φέρνει ένα ρίγος περίεργο, απόκοσμο, πανάρχαιο, ηδονιστικό αλλά και επικίνδυνο.
Αισθάνομαι πως έχω ακουμπήσει κάτι ιερό και θα τιμωρηθώ, πως έχω μπει κλέφτης στο κλειστό σπίτι κάποιου νοικοκύρη που σύντομα θα εμφανιστεί για να με καταδιώξει. Κι όμως, το κάνω. Και μου αρέσει.
Ίσως να συμβαίνει πάλι το ανάποδο. Λέω δηλαδή, μπορεί κείνο το ιερό να έχει ακουμπήσει εμένα, να μου ψιθυρίζει λόγια σε μια ακατάληπτη διάλεκτο που ως και ο Λάβκραφτ δε θα μπορούσε να κατανοήσει που ως και ο Κλαρκ Αστον Σμιθ, ο Ρόμπερτ Χάουαρντ και η παρέα τους θα πάλευαν να την ενσωματώσουν στα επόμενα βιβλία τους. Κι αν συμβαίνει όλο τούτο, όσο κρατήσει, όμορφο είναι. Καθώς σ’αυτή βόλτα μου κάτω από το μεταξένιο φως του Ρα, συνάντησα αδελφούς και αδελφές που δεν γνώριζα, που δεν είχα αναζητήσει ποτέ, που είχα ξεχάσει πως υπάρχουν. Φίλους με την ιερή Πυθαγόρεια έννοια, φίλους στο πνεύμα και όχι της καφετέριας και του γηπέδου. Φίλους που μοιραζόμαστε πια την ίδια βιόσφαιρα, που αναπνέουμε μάλλον τον ίδιο ‘καθαρό’ αέρα στο νοητικό βιότοπο του Φρειδερίκου λίγο πριν μας πονέσει πάλι η ψυχή μας από το άδικο και το παράλογο του βίου. Πώς τολμάς να γελάς, ρώτησε κάποτε ο Μινωτής κάποιον που αργότερα μου έμαθε πολλά, πως τολμάς να γελάς όταν η ζωή είναι γεμάτη τόσο πόνο, τόσο θάνατο, τόση μοναξιά;
Τολμάς να γελάς γιατί μονάχα τούτος ο ήχος μπορεί να ξορκίσει τη νοσηρή έλξη του θανάτου. Βλέπετε αγαπητοί φίλοι του logoclub ο θάνατος δεν θλίβει ποτέ, μονάχα εφελκύει. Γι’αυτό υμνήθηκε τόσο από τους ποιητές όλων των εποχών, γι’αυτό μελετήθηκε τόσο από τον θείο Πλάτωνα, γι’αυτό ιστορήθηκε τόσο από τους γίγαντες που στη σκιά τους εμείς σήμερα δημιουργούμε.
Ο θάνατος και ο έρωτας εφελκύουν, η ζωή θλίβει. Τρόπον τινά συμβαίνει αυτό που ο πληγωμένος Φρειδερίκος εννοούσε όταν έλεγε για την μεταστροφή των αξιών και ας τα’χε βάλει τόσο πολύ με τον χριστιανό εαυτό του. Είστε χριστιανοί, θέλετε δε θέλετε, έλεγε ο Τζίντου, 2500 χρόνια τώρα είστε χριστιανοί, μην παλεύετε να γδάρετε τη σάρκα σας… Μα, αν ο θάνατος εφελκύει, το νοσηρό του θανάτου το αντιπαλεύει ο ποιητής. Λέω και συγνώμη για τη φλυαρία μου, λέω λοιπόν πως το νοσηρό του θανάτου δεν το φιλοξενεί ο ποιητής. Μονάχα το υγιές της ζωής μετά από τη κατανόηση του θανάτου. Πως μπορείς να ζήσεις σα να’σαι αθάνατος, λέει κάπου ο Δον Χουάν, μπορείς μονάχα αν σκέφτεσαι τον αδελφό σου το θάνατο να σε περιμένει στην επόμενη γωνία…
Ναι, τούτη η υπερβολική έκθεση μοιάζει για μένα σαν την ημέρα του Μπράχμα μετά από χιλιετηρίδες σκότους, μια Πραλάγια φωτός μετά από αναρίθμητους αιώνες γονιμοποίησης στην αιώνια Νύχτα…
Σας ευχαριστώ όλους που με φιλοξενείτε στοργικά έστω και για λίγο, που διατρέχει το βλέμμα σας τις αποτυπώσεις της ψυχής μου στις οθόνες σας, που με αξιώνετε να σας περιέχω κι εγώ στο ενδοσύμπαν μου.
Τόσες ανάσες δροσίζουν ευεργετικά την μοναχική μου κρύπτη.
Και στα ακριβά μου εσωτερικά διαμερίσματα, να ξέρετε, σαν οικοδεσπότης καλός σας δεξιώθηκα.
Θα τα πούμε πάλι.