2.Το όνειρο του πατέρα
Ο πατέρας είχε σηκωθεί σχετικά νωρίς εκείνο το πρωινό της Κυριακής.Καθόταν πάνω στην ψάθινη κουνιστή καρέκλα του έξω στην βεράντα και κάπνιζε.Το πρόσωπό του ήταν σκεφτικό και το βλέμμα του χαμένο κάπου ανάμεσα στις γέρικες λεμονιές και πορτοκαλιές του κήπου μας.Μια πρωινή πάχνη τις σκέπαζε,κάνοντας τις μορφές τους να διαγράφονται τρομαχτικές στον εγγύς ορίζοντα.Η μάνα που σηκώθηκε λίγο πιο μετά,τον είδε και πήγε προς το μέρος του.
΄΄Τι τρέχει Γιάννη?Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς?Κυριακή είναι σήμερα…’’,του είπε και τον αγκάλιασε από πίσω φιλώντας τον στο μάγουλο.
Ο πατέρας δεν αποκρίθηκε και συνέχιζε να κοιτάει προς τον κήπο.Η μάνα μου ανησύχησε και παίρνοντας μια καρέκλα έκατσε δίπλα του.Εγώ πλησίασα πιο πολύ το πρόσωπό μου στο παράθυρο.Ο πατέρας δεν ήταν καλά.
Εκείνο το βράδυ δεν είχα κοιμηθεί και τόσο καλά.Έκανε πολύ ζέστη κατακαλόκαιρο καθώς ήταν και ίδρωνα συνέχεια.Στριφογύρναγα στο κρεβάτι μου όλη την ώρα,ξυπνώντας και την καημένη την αδερφή μου την Σοφία που πάσχιζε να με ηρεμήσει παίρνοντάς με αγκαλιά.Στο δίπλα κρεβάτι κοιμόνταν ήσυχοι ο Δημήτρης με τον δεύτερο αδερφό μου τον Νίκο και στο βάθος του δωματίου μόνη της η μεγάλη μου αδερφή η Γιώτα.
Ανακάθισα στο κρεβάτι και κοίταξα τον πατέρα.Βαθιές ρυτίδες χάρασσαν το πρόσωπό του ,ξεκινώντας από το μέτωπό του και έφταναν μέχρι τα πυκνά μαύρα του γένια.Η μάνα χάιδεψε τα μαλλιά του και τον ξαναρώτησε:
΄΄Τι τρέχει Γιάννη μου?Τι έχεις?’’
Τελικά ο πατέρας γύρισε αργά και την κοίταξε,πετώντας το τσιγάρο του στο χώμα.
΄΄Δώρα,δεν θα πάμε στον γάμο σήμερα.’’,της είπε και ξαναγύρισε το βλέμμα του μπροστά.
Η μητέρα έμεινε έκπληκτη.Δεν ήταν δυνατόν να το εννοεί αυτό.Παντρευόταν η αγαπημένη του ανιψιά.Ήξερε ότι και κείνος ήθελε όσο οι άλλοι να πάει στο γάμο.
΄΄Μα Γιάννη,είναι η Χριστίνα μας…’’,όμως πριν ολοκληρώσει την φράση της ο πατέρας πετάχτηκε απότομα όρθιος από την καρέκλα του.Τώρα το βλέμμα του είχε αλλάξει,είχε γίνει σκληρό και οργή κατέκλυζε το πρόσωπό του.Σπάνια έβλεπες τον πατέρα έτσι.
΄΄Είπα δεν θα πάμε!!Τι δεν καταλαβαίνεις απ’αυτό?Δεν θα πάμε!’’,είπε και στάθηκε αγριεμένος πάνω από την μάνα.
΄΄Μα…γιατί?’’,κατάφερε να πει τρέμοντας από φόβο η μητέρα.
Την κοίταξε καλά καλά,γύρισε και κοίταξα ξανά προς την ομίχλη,λες και ο λόγος που δεν ήθελε να πάει προέρχονταν από κει,και είπε τελικά:
΄΄Άκου Δώρα και δώσε προσοχή στα λόγια μου αυτά…Απόψε είδα όνειρο,μάλλον εφιάλτη.Ήμουνα λέει στο γάμο της Χριστίνας και καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι μας.Εκεί που γλεντούσαμε μια χαρά,είδα ξαφνικά μια μαύρη σκιά να έρχεται προς το μέρος μας.Στην μέση της διαδρομής σταμάτησε και σήκωσε το χέρι του δείχνοντας κάποιον από μας,αλλά διάολε δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιον.Έπειτα άρχισε ο τόπος να πλημμυρίζει αίματα.Παντού αίματα,στο έδαφος,στα τραπεζομάντιλα,στα ρούχα μας,παντού!Γι’αυτό σου λέω,στον γάμο αυτό δεν θα πάμε,έχω άσχημο προαίσθημα…’’
Η μάνα έμεινε να τον κοιτάει ξαφνιασμένη και φοβισμένη συνάμα.Τον εμπιστευόταν τον Γιάννη σ’όλα,τον άκουγε σε ότι της πρόσταζε.Και ήξερε μέσα της ότι και αυτή την φορά έπρεπε να τον ακούσει.Σηκώθηκε από την καρέκλα της και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε καταφέρει να κυλήσει στο κόκκινο μάγουλό της.Ο πατέρας είχε μείνει να την κοιτά.Τον πήρε αγκαλιά και του ψιθύρισε αναστενάζοντας:
΄΄Ας είναι…’’
****
(συνεχίζεται)