Εκτύπωση
RSS
LOGO VIMA *** Διήγημα ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΝΙΚΗΣΕ Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ.
 

ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΝΙΚΗΣΕ Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ. Hot

Άφησε πίσω την πατρίδα παραμονή Χριστούγεννα ,την φτώχεια να ξεφύγει .
Αμούστακο παιδί  δεκαεφτάχρονο, πήρε των ματιών του με την υπόσχεση
μια μέρα να γυρίσει .
Αργά ,γρήγορα ,δεν είχε σημασία .Θα γύριζε.
Γύρευε να' βρει την καλή, που στις πληγές της η πατρίδα δεν την είχε.
Ήθελε να ξεφύγει τούτη την μοίρα που οι μεγάλοι επέβαλλαν κι ας
αγαπούσε αυτό το χώμα .Τούτη την γη. Τούτα τα καταγάλανα ακρογιάλια
που κάθε μέρα τον χάιδευε το κύμα κι ο αφρός ,όταν ένα γινόταν με την
θάλασσα .

Πρωί    πρωί  που σαν ο ήλιος άρχιζε το ταξίδι του εκεί στ
'ακρογιάλι θα τον αντάμωνε .Να ξετινάζει τα μαλλιά  να φοράει τα ρούχα
του κι ύστερα να ακολουθάει τον κύρη στον κάματο τούτης της γης .
Την παραμονή του φευγιού του είπε να αποχαιρετίσει και τις ασημόχρωμες
ελιές όπου στα δέκα του χρόνια ,μια μπουκιά ακόμα είχε κουραστεί,όταν
μαζί με του κυρού την ορμήνια έσκαψαν τους λάκκους και τις φύτεψαν .Να
αναστήσουν καινούργια φυτά αφού τα προηγούμενα χαθήκαν κάτω από την
φωτιά που οι πολιτισμένοι Γερμανοί έβαλαν στο χωριό και έκαψαν τα
πάντα. Κι εκεί με μεγαλωμένα τα μάτια κρυμμένος κάτω από την φούστα
της μάνας να παρακολουθεί την εκτέλεση των δύο του θείων μαζί και
άλλους δέκα, αντίποινα για ένα χαμένο Γερμανό.

Μόλις πριν δυο χρόνια γεύτηκαν τον πρώτο καρπό από τους κόπους τους
και το πρώτο λάδι. Και τώρα εκεί ,κάτω από τον ίσκιο ,τα πυκνά μα
χαμηλά για το ύψος του κλωνάρια της ελιάς  περίμενε να αποχαιρετήσει
και την εφηβική του αγάπη .
Απέναντι το παραθύρι της απ ' το δικό του που άνοιγε κάθε πρωί κι
απόγευμα, με το χαμόγελό της κι εκεί να χτενίζει την μακριά  πλεξούδα
της που ονειρευόταν να περάσει τα δάχτυλά του σαν κτένα μ' ακόμα πιο
πολύ να  αγκαλιάσει το λυγερό κορμάκι στα νεανικά του μπράτσα. Πού να
τολμήσει όμως, σαν τότε το φιλί
πληρωνόταν με το στεφάνι κι αυτός ακόμα μικρός.
Δεν περίμενε και πολύ όταν το όνειρό του με δακρυσμένα μάτια έπεσε
στην αγκαλιά του κι η ελιά στεφάνωσε τον έρωτά τους στην νοτισμένη γη
,μαζί και την υπόσχεση του “θα σε περιμένω για πάντα “ των δεκαέξι
χρονών. Εκεί που όλες οι υποσχέσεις του “πάντα” και του “ποτέ” αργά ή
γρήγορα καταπατούνται.
Βαριά η καρδιά του μα  έπρεπε! Να πιάσει την καλή αν είχε ελπίδα να
του ανήκει  η Μυρτώ  ,που αν και  τα πάντα του πρόσφερε σε τούτη την
απελπισμένη μέρα του χωρισμού,ανήκε στην διαφορά των τάξεων. Εκείνης
της τάξης που όλα με το χρήμα αγοράζονται .
Πριν όμως αποχαιρετήσει για κείνο το μακρινό  ταξίδι, την όμορφη και
παράξενη πατρίδα του , ήθελε να επισκεφθεί την Ακρόπολη. Τα μονοπάτια
του Σωκράτη που τόσα και τόσα τους διηγόταν ο δάσκαλος για την
φιλοσοφία του. Όπως και για την τέχνη του Φειδία με τις Καρυάτιδες ,
που μέχρι τότε μόνο από φωτογραφίες τις είχε θαυμάσει. Εκεί όπου η
αδιαντροπιά του Λόρδου Έλγιν μαρτυρούσε  την άδεια θέση της κλεμμένης
Καρυάτιδας, όπου μονάχη στο μουσείο του Λονδίνου μελαγχολική,  χρόνια
περίμενε κάποιο σωτήρα. Να  την διεκδικήσει σαν εραστής και να την
φέρει πίσω, εκεί όπου ήταν η δική της πατρίδα.

Δεν αξιώθηκε βέβαια ,σαν η Αθήνα απειλούσε την άδολη  χωριατοπούλα
ψυχή του ,να την καταπιεί αν έφευγε από το αεροδρόμιο ,και μη
τολμώντας να το ζητήσει από τον προσωρινό κηδεμόνα του που ανάλαβε να
τον κατευοδώσει μέχρι το χώρισμα των επιβατών και με χιλιάδες
νουθεσίες να προσέχει εκεί στην ξενιτιά όπου  πήγαινε.
-Να 'χεις τα μάτια σου δεκατέσσερα παιδί μου .Μικρός είσαι κι η
ξενιτιά πλανεύτρα. Να κοιτάς την δουλειά σου και τίποτα παραπάνω.
-Αυτό θα κάνω μπάρμπα κι όταν κάνω αρκετά χρήματα θα' ρθω πίσω σου το
υπόσχομαι ,είπε κρατώντας για τον εαυτό του ότι θα ερχόταν να πάρει
την Μυρτώ με την μυρωδιά της μερσίνης που θα τον συντρόφευε όπου και
να' ταν.

Κι επιτέλους έφτασε στην μακρινή κατάμαυρη Ήπειρο όπου τρως με τα
χρυσά κουτάλια .Μ' αλίμονο εδώ ούτε κουτάλι δεν είχε δικό του.
Ο αφεντικός που όταν είπε θα τον εγγυηθεί και θα 'καμνε  ψυχικό δεν
ήταν από καλοσύνη του που το' χε πράξει. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου
και  μαζί με κείνον είχε στείλει πρόσκληση και σε άλλα τέσσερα
παλληκάρια.
Δυο χρόνια δουλειά χωρίς μεροκάματο να πληρωθεί το εισιτήριο  και να
πλουτίζει το αφεντικό από την τίμια δουλειά των παλικαριών. Κι εν τω
μεταξύ η Μυρτώ είχε φύγει με την οικογένειά της απ' το χωριό .Έτσι τού
'πε στο τελευταίο γράμμα η αδελφή του που τόλμησε να φανερώσει το
μυστικό του μετά που είχαν περάσει σχεδόν τα τρία χρόνια.
-Πήγαν στην Αθήνα Λευτέρη μου  ,δεν ξέρω που .Εδώ τα πούλησαν όλα κι
ήρθε πριν έξη μήνες μόνη η Μυρτώ. Μου είπε παντρεύτηκε, κι  ο άνδρας
της πολύ πλούσιος και με πολλές δουλειές, δεν ήρθε μαζί της. Μόνο
εκείνη και τ' αγοράκι της. Ένα κουκλάκι  δυο χρονών και με μάτια
πράσινα σαν δυο σταλαγματιές λάδι. Καθόλου σαν τα δικά της  μελιά
μάτια. Μου είπε ότι είναι ίδια σαν του πατέρα του γιαυτό. Στα
τελευταία λόγια κοίταξε στον μικρό καθρέφτη τα δικά του πράσινα μάτια
.Ο δικός μου γυιός σκέφθηκε κι η καρδιά του σκίρτησε άγρια στο στήθος
του . Θα' ρθώ Μυρτώ και θα σε βρω,όπου κι αν είσαι με όποιον κι αν
είσαι ,η καρδιά μου πάντα θα σου ανήκει . Όμως ακόμα αδύνατο καρδιά
μου , μουρμούρησε κι αυτό του έδωσε το θάρρος.  Τόλμησε να ζητήσει
αύξηση, μα αποτέλεσμα ο αφεντικός να τον απολύσει.
Τι εδώ και τι πιο πέρα .Κι εδώ ξένος κι εκεί ξένος , κι όπου κι αν πάω
ξένος, μουρμούρησε και πήρε  το τραίνο για την επόμενη πόλη .Εκεί που
υπήρχαν πολλοί Έλληνες
πατριώτες και ζήτησε δουλειά . Ο καινούργιος αφεντικός  του ένας
πανύψηλος Μοραΐτης στα εξήντα του χρόνια, ντόμπρος Έλληνας και
δίκαιος, δοκιμαστικά  τον έβαλε στην δουλειά.
Αν και διαφορετική από την πρώτη, ρίχτηκε με  ζήλο κι ο αφεντικός του
δεν άργησε να διακρίνει τον αυριανό επιχειρηματία στο κοφτερό σαν
ξουράφι μυαλό του εικοσάχρονου πια άνδρα.
Κι αφού δεν είχε  δικά του παιδιά τον πήρε κάτω από την προστασία του
και τον έβαλε συνέταιρο χωρίς κεφάλαιο στο μαγαζί του.
-Θα με πλερώνεις με τον μήνα από  τα κέρδη στο μερτικό σου Λευτέρη .κι
όταν με το καλό ξεχρεώσεις παίρνεις και το υπόλοιπο Εγώ γέρασα πια
γυιέ μου και δόξα τον  Θεό, έχω κάνει πολλά χρήματα. Έτσι θα σου δώσω
την ευκαιρία να κονομήσεις  κι εσύ .Το αξίζεις! Του τόνισε και σ' αυτά
τα λόγια το στήθος του γέμισε ευγνωμοσύνη για τον πραγματικό τούτο
άνθρωπο που ο Θεός τον έστειλε.
Ο Θεός να σ' έχει καλά μπάρμπα Γιάννη ,δεν θα το ξεχάσω ποτέ είπε με
θολά μάτια κι έπειτα από την πρώτη τούτη ευκαιρία η προηγούμενη
φτώχεια έγινε ιστορία.
Με την οικονομική άνεση τώρα μπόρεσε κι έφερε τα δυο του αδέλφια κι
άνετα να προικίσει την αδελφή του ξαλαφρώνοντας τον γέρο πατέρα που
όσο κι αν προσπαθούσε ,οι οικονομίες από την γη ίσα που έφτανε να
θρέψει την φαμελιά.
Επίσης τώρα πολλοί πατριώτες εκεί τον ορέγονταν για γαμπρό όπως και
οι ξένες .Σαν  έβλεπαν την λεβεντιά του Ελληνα του την έπεφταν στα
ίσια .Όμως στην καρδιά του αιώνια κλεισμένη η Μυρτώ με την ευωδιά του
μερσινιού σφηνωμένη στην καρδιά  και το μυαλό.
Πέρασε άλλος ένας χρόνος κι όταν μπορούσε πια να δώσει στ' αδέλφια του
την ευθύνη για το μαγαζί αποφάσισε .Καιρός για ένα ταξίδι στην γαλάζια
πατρίδα του .Να ξαναπεράσει από τα παλιά νεανικά του λημέρια ,να δει
τους γέρους γονείς και προπάντων την μάνα που δεν ήταν πια και τόσο
καλά στην υγειά της και τον ζητούσε καθημερινά. Όμως κατά  βάθος να
ξαναδεί την Μυρτώ .Δεν ήξερε πώς, αλλά θα τα κατάφερνε .Έπρεπε ! Να
δει έστω κι από μακριά τον γυιό του που δεν του έφευγε από το μυαλό
ότι ήταν δικός του .

Σαν περνούσε τώρα τους στενούς δρόμους του χωριού έπειτα  από τους
πλατιούς δρόμους της Αφρικής , του φάνηκαν  σαν μονοπάτια. Όμως η
συγκίνηση που ένοιωσε  απερίγραπτη ύστερα από την δωδεκάχρονη απουσία
του και κοίταξε χαμογελαστός  τα  πιτσιρίκια που έτρεχαν από πίσω του.
Μερικοί χωριάτες  ερχόμενοι  από τα χωράφια τον κοιτούσαν περίεργα
μέχρι που σταμάτησε έξω από το σπίτι τους. Το ίδιο όπως τότε που ο
πατέρας του καινούργιωσε την σκεπή ,σαν μείναν μόνο οι τοίχοι από την
φωτιά των Γερμανών.
Άφησε την βαλίτσα στο αυτοκίνητο και ανεβαίνοντας τα σκαλιά κτύπησε
την πόρτα που μόνο το κάτω μέρος ήταν κλειστό . Το απάνω ανοικτό ,κάτι
τόσο αντίθετο από την μαύρη ήπειρο που έπρεπε να έχεις κάγκελα και
κάγκελα και  τα σπίτια έμοιαζαν με φυλακές.
-Εδώ είναι πατρίδα,όπου ο λόγος του ανθρώπου είναι συμβόλαιο ,σκέφτηκε
με υπερηφάνεια ,σαν άκουσε την φωνή του πατέρα.
-Ελάτε μέσα είναι ανοιχτά ,κι ένοιωσε τα μάτια του να θολώνουν.
Ο πατέρας είχε βάλει το φαγητό στον δίσκο κι είχε την πλάτη γυρισμένη
στην είσοδο ,κι η μάνα στο κρεβάτι με το πόδι στον γύψο
να αναπαύεται σε μια υφαντή κουρελού καμωμένη απ' ότι θυμόταν από  τα
δικά της χέρια.
-Καλημέρα σας ,είπε μόνο και δυο ζευγάρια μάτια ,στράφηκαν απορημένα
στην αρχή κι έπειτα μεγαλωμένα και δύσπιστα στην εμφάνισή του.
-Λευτέρη!!!!!!!!Γυιέ μου!!!!!!!!! ακούστηκαν ταυτόχρονα οι δυο φωνές
κι ο δίσκος κόντεψε να πέσει από τα τρεμάμενα χέρια του γονιού με τα
θολωμένα μάτια.
Πρόλαβε και τον άρπαξε  και δίπλα στην καρέκλα τον απίθωσε. Και τότε
εκεί τρεις άνθρωποι γίνανε ένα σε μια αγκαλιά .Τρεις καρδιές κτυπούσαν
σε λαχτάρας δωδεκάχρονης ρυθμό. Κι έλεγαν έλεγαν και τελειωμό δεν
είχαν .Μέχρι που βράδιασε κι ετοιμάστηκε ο μόσκος ο σιτευτός τον
ερχομό του να γιορτάσει. Όχι μόνο οι γονείς μα κι ολόκληρο το χωριό .
Όμως εκείνος γύρευε σ' όλα εκείνα τα μάτια τα δυο μελιά μάτια της
Μυρτώς που απουσίαζαν .
Ούτε και τόλμησε να ρωτήσει την αδελφή του για κείνη .Μα η λαχτάρα να
την δει να της μιλήσει τον έτρωγε.
-Ίσως να μην είναι εδώ! αν ήταν σίγουρα θα ρχόταν .Δεν μπορεί να σε
ξέχασε τελείως! Του μουρμούρισε η καρδιά  και στην θέα των δυο ανεψιών
του πόνεσε η ψυχή του να δει  τον δικό του γυιό.
Έτσι το άλλο πρωί πριν βγει ακόμα ο ήλιος  αν και τον τραβούσε η
θάλασσα για το πρωινό μπάνιο του όπως παλιά ,ξεκίνησε  πρώτα για το
περιβόλι τους  .Να βρεθεί πάλι εκεί να αγκαλιάσει τον κορμό της ελιάς
που ήταν μάρτυρας του νεανικού έρωτά τους και που βρισκόταν στο τέλος
του περιβολιού προστατευμένη από τα βάτα κι από αδιάκριτα μάτια. Πόσες
φορές δεν έφαγαν μαζί με την Μυρτώ παιδιά τότε ακόμα τα ζουμερά
βατόμουρα κι  ίσως από τότε να είχε γεννηθεί η αγάπη τους .Δεν θυμόταν
πότε άρχισε το μόνο παντού και σε όλα να κυριαρχεί εκείνη. Κι ύστερα
μεγάλωσαν κι οι  μεγάλοι τότε έβαλαν τα σύνορά τους. Μα  τα βλέμματα
της  αγάπης τα διαπερνούσαν .
Απ' την δική του την μεριά ακόμα η αγάπη να καίει .κι εκεί στον ίσκιο
της ελιάς θα άρχιζε να σκεπτόταν το πως θα την έβρισκε. Αν δεν υπήρχε
άλλος τρόπος θα έβαζε ιδιωτικό ντετέκτιβ να την βρει
Έστω κι από μακριά .κι αν ήταν ευτυχισμένη με τον άνδρα της καθόλου
δεν θα την ενοχλούσε. Απλά να την έβλεπε και  θα 'φευγε αθόρυβα να μην
ταράξει την γαλήνη της ,σκέφτηκε κι ο πόνος της απόφασής  του έκοψε
στα δυο την καρδιά.
Με τις σκέψεις έφτασε στην ελιά με χονδρύτερο τον κορμό απ' ότι τον
θυμόταν και κάθισε εκεί που την αγκάλιασε πρώτη και τελευταία φορά
τότε. Κι η μυρωδιά του μερσινιού λες και τον σκέπασε. Ένοιωσε τα
γόνατα του να μην τον κρατούν και κάθισε ακουμπισμένος στον κορμό
κλείνοντας τα μάτια ,χαμένος στον δικό του κόσμο .που δεν άκουσε τον
ψίθυρο της φωνής της .
-Ήρθες καρδιά μου!!!!!!!
Μόνο τα χέρια της ένοιωσε που τον αγκάλιασαν κι άνοιξε τα μάτια που
πνίγηκαν στο μέλι των ματιών της .Τίποτ' άλλο δεν πρόλαβε να ειπωθεί
σαν τα χείλη τους σμίξανε στο καθυστερημένο για  δώδεκα χρόνια φιλί
τους.
Χορτασμένοι σε λίγο τον έρωτά τους ήρθαν κι οι εξηγήσεις.
Δεν μπορούσα ψες με όλους εκείνους να σε δώ. Ήξερα όμως θα σ' έβρω εδώ
αν και η λογική άλλα μου έλεγε .Άκουσα την καρδιά και δεν με γέλασε .
Κι ο άλλος ;
Ο  άλλο  δεν υπήρξε ποτέ. Απλά ήταν η εφεύρεση  για  όταν ερχόμουν
στο χωριό .Να δικαιολογήσω την ύπαρξη του γυιού μας που ακόμα κοιμάται
κι ονειρεύεται πότε θα ρθει ο πατέρας του από το μακρινό του ταξίδι.
Τούτη την φορά ο πατέρας του θα σας πάρει μαζί του Μυρτώ! .Γλυκιά μου
αγάπη ´Όμως πρώτα θα στεφανωθούμε και θέλω να γνωρίσω τον γυιό μου που
μέρα νύκτα ονειρευόμουν την συνάντηση .Όπως θέλω να γνωρίσω και την
πατρίδα απ' άκρη σ 'άκρη. Μαζί θα την γνωρίσουμε και το παιδί μπορεί
να μείνει με τ' ανίψια μου όσο θα κάνουμε τον μήνα του μέλιτος,είπε
και τα χείλη του βρήκαν και πάλι τα δικά της .

Τέλος.

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews