Written by SAILOR
June 03, 2009 Προβολές: 3894
0
ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
EΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ με τους τρεις αγαπημένους του μαθητές, Περικλή, Μάριο και Δημήτρη, πλησίασε κοντά στην κώμη με το όνομα Περιστέρι. Σαν έφτασαν στα σύνορα της πόλης, δίπλα σ' ένα τεράστιο πλατάνι, ο Διδάσκαλος κοντοστάθηκε, σήκωσε τη παλάμη του, είπε στους μαθητές: "Σταθείτε. Ευλογημένα τούτα τα χώματα που'ναι να πατήσουμε αδελφοί. Ονομάτισαν αυτή την πόλη Περιστέρι, πάει να πει το αγαπημένο πτηνό του Πατρός μου''.
Οι μαθητές ακούγοντας τα λόγια αυτά δείξανε θαυμασμό μεγάλο. Και τότε ο Μάριος, ο πιο ψηλός κι πιο όμορφος από τους μαθητές που’χε και τα καθήκοντα του Γραμματικού της συντροφιάς, πήρε το λόγο: "Διδάσκαλε, είμαστε όλοι κουρασμένοι. Ας σταματήσουμε πρώτα σε κάποια οικία να φάμε και να πιούμε να δροσερέψει ο στόμας μας να στερεώσει το κόκαλό μας και αργότερα μπαίνουμε στην ωραία αυτή κώμη".
Κάρφωσε πάνω του βλέμμα βλοσυρό ο Διδάσκαλος, του είπε: "Μόνο τη σάρκα σκέφτεσαι λοιπόν εσύ Μάριε; Καλώς λοιπόν σε είπαν κάποιοι Χαμουρέα. Τη φτηνή σου σάρκα πάλι χαμουρεύεσαι και τώρα που είσαι μαζί μου όπως πριν τη σάρκα των μοιχαλίδων".
Κι ευθύς ως άκουσε την επίπληξη αυτή ο Μάριος κατέβασε την κεφαλή. Και τότε μίλησε ο Περικλής, με τις πλάτες τις φαρδιές, τα τριχωτά τα στήθια που’ χε τη κοψιά αργάτη και τη καρδιά αγνή σα του μωρού: "Στάζει ο ιδρώς απ' το γυμνό κρανίο μου Διδάσκαλε. Ζέστα πολύ κάνει ο Θεός σήμερα, λες και έχουν καεί τα σωθικά Του και έπνευσε καυτή και την ανάσα Του. Ας μείνουμε λιγάκι εδώ στη σκιά τούτου του γερο-πλάτανου να ξαποστάσουμε κι όταν μερέψει τη κάψα Του ο Θεός, μπαίνουμε στην ωραία πόλη"
Κι ως άκουσε τα λόγια αυτά ο Διδάσκαλος, γύρισε προς τον Περικλή και είπε: "Κι εσύ λοιπόν κουράστηκες Περικλή που άλλοτε σκαρφάλωνες τα χοντροπόδαρά σου στις πλαγιές και δε σε πρόφταιναν ούτε τ’ αγριοκάτσικα; Πως θα ανεβείς μωρέ την πιο μεγάλη απ' όλες τις πλαγιές, κείνη που οδηγεί στην Αγία Κατοικία αν θέλεις κάθε τόσο ξαποστήματα;"
Κι ακούγοντας τα λόγια αυτά του Διδασκάλου ο Περικλής σκούπισε το κρανίο του με το μανίκι και έμεινε σιωπηλός. Μονάχα ο Δημήτριος, το τρυφερούδι, με τη ψυχή του ποιητή και τη φωνή του αγγέλου, ο πιο μικρός, ο αγαπημένος του Δασκάλου, δεν έβγαλε μιλιά.
"Πάμε λοιπόν, ακολουθάτε με!", φώναξε ο Διδάσκαλος και ευθύς πατήσαν τ' άγια χώματα της γαλήνιας κώμης.
* * *