Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα παλιό εργοστάσιο πορσελάνης, ένας έμπειρος κατασκευαστής έφτιαξε μια κούκλα, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί.
Όχι δεν ήταν σαν όλες τις άλλες με αλαβάστρινο κάτασπρο δέρμα, και μακριές ξανθές μπούκλες.
Ήταν μελαχρινή, με κάστανα μάτια και μαλλιά. Αυτό που την έκανε ξεχωριστή ήταν ότι τα μάτια της ήταν τολμηρά μελαγχολικά, και τα χέρια της μόνιμα ανοιχτά, έτοιμα για αγκαλιές.
Την πακέταρε με πολύ προσοχή, και ήταν έτοιμη να αποσταλεί στον άνθρωπο που την παράγγειλε.
Προοριζόταν για δώρο γενεθλίων σε ένα πολύ ιδιαίτερο κορίτσι, την κόρη του, την Λουκία.
Η Λουκία μεγάλωνε με όλα τα καλά του θεού στα πόδια της, είχε μια μάνα και έναν πατέρα που την αγαπούσαν παρά πολύ.
Όμως δεν είχε αδέρφια, και έτσι αγαπούσε πολύ τις κούκλες της.
Κούκλες πορσελάνης, μικρές, μεγάλες, με φανταχτερά φορέματα, στολισμένες με περίτεχνα καπέλα, είχαν πάρει την θέση των αδερφών που ποτέ δεν απόκτησε.
Τους μιλούσε, ήξεραν τα πάντα για εκείνην, τα μυστικά της, τις αλήθειες της, καμιά φορά τα μάντευαν κιόλας…
Όλα αυτά μέχρι να καταφτάσει, αυτή η ιδιαίτερη. Δώρο για τα δέκατα έκτα γενέθλια της.
Δεκάξι, και αυτή δεν έλεγε να αποχωριστεί τις αγάπες της. Δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους, δεν είχε παρέες. Όχι λάθος είχε. Μια φίλη από τότε που θυμάται τον εαυτό της.
Μια φίλη που αναγκάστηκε να αποχωριστεί, γιατί η οικογένεια της έπρεπε για οικονομικούς λόγους να μετακομίσει μακριά της.
Της στοίχησε πολύ και από τότε αφοσιώθηκε στις κούκλες της ακόμα περισσότερο, αρνούμενη να κάνει άλλη φιλία.
Και πέρασαν τα χρόνια, και τα δεκάξι και η καστανή κούκλα της έγιναν ορόσημο για την υπόλοιπη ζωή της.
Αυτά τα μάτια, και αυτά τα χέρια, κανείς δεν μπόρεσε να τα αξιολογήσει σωστά. Πράγμα που άργησε και η ίδια να ανακαλύψει.
Είχε γίνει ο καθρέφτης της κούκλας της, της Αγνής.
Μόλις την αντίκρισε τότε στα γενέθλια της, η εμφάνιση της, την παρέπεμψε αμέσως στο Αγνή, έτσι την ονόμασε.
Κανείς δεν ήξερε την κακιά της κουβέντα, κανείς δεν την είχε δει ποτέ να μην χαμόγελα. Όλοι την αγαπούσαν αλλά ταυτόχρονα την μισούσαν, γιατί ήταν αυτή.
Όμως κανείς δεν τολμούσε να το ξεστομίσει μπροστά της.
Φτάνοντας στα είκοσι έξι της, είχε ήδη μια όμορφη οικογένεια, και ναι, τα παιδιά της, είχαν αδέρφια.
Έτσι η συλλογή με τις πορσελάνινες κούκλες, είχαν μείνει να στολίζουν το ράφι, στο παιδικό δωμάτιο της κόρης της. Ήταν όλες εκεί εκτός από την Αγνή. Αυτή δεν την αποχωριζόταν ποτέ.
Η Λουκία και η Αγνή, η μια ψεύτικη, η άλλη πολύ, μα πολύ, αληθινή. Και οι δυο με το ίδιο βλέμμα, και οι δυο, έτοιμες να δίνουν αγκαλιές, και αγάπη, σε όποιον το ζητούσε.
Κάποιοι που ήξεραν την λατρεία της για την Αγνή, την παρεξήγησαν, και τα κουτσομπολιά οργίαζαν…
Τρελάθηκε η Λουκία έλεγαν, μιλάει και αγαπάει με άψυχα αντικείμενα… Όλοι ήξεραν, μα κανείς δεν ήξερε. Τα κακοήθη κουτσομπολιά, έδιναν ρεσιτάλ, χωρίς την άδεια του πρωταγωνιστή.
Οι ρόλοι είχαν δοθεί σε λάθος ηθοποιούς, και η παράσταση έμενε να περιμένει να τελειώσει, πριν καν αρχίσει.
Θέατρο το παραλόγου, ονομαζόταν.
Η Λουκία που είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είχε πάρει την Αγνή, και παρακολουθούσαν από τα τελευταία καθίσματα, το θρίλερ που άκουγε στο όνομα, «Ζωή μου»!
Μόνο η Αγνή ήξερε, και αυτό της έφτανε, δεν ασχολήθηκε πότες με το τι έλεγαν, κι όσο δεν ασχολιόταν, τόσο αυτά φούντωναν. Θέριευαν και την πολιορκούσαν στενά, τόσο στενά που αυτή και η Αγνή, είχαν γίνει μαριονέτες στα άβουλα και άδικα χέρια του όχλου.
Πώς μπορείς να καταβάλεις μια σχέση αν δεν την έχεις ζήσει;
Πώς μπορείς να κρίνεις εσύ, την κάθε Αγνή;
Και στην τελική, ξεστόμισε αυτό που σε ενοχλεί στην πραγματικότητα…
Όμως ο όχλος, είναι όχλος, και το μόνο που ξέρει να πράττει σωστά είναι, ο θόρυβος.
Και έτσι μέσα στην τόση φασαρία, που γινόταν για το τίποτα, δεν άκουσε κανείς τον θόρυβο που έκανε η Αγνή όταν έσπασε σε χίλια μικρά κομμάτια. Μόνο εκείνην, άκουσε. Μόνο εκείνη, κατέρρευσε, και έσπασε μαζί της, και μόνο εκείνη είδε τι βγήκε από τα σωθικά της.
Τρέμε κόσμε, ξύπνησες το θεριό.
Το όμορφο έγινε τρομακτικό, σε μια στιγμή.
Η αγάπη μεταλλάχτηκε σε μίσος, σε δυο στιγμές.
Το μελαγχολικό βλέμμα, σε πύρινο, σε τρεις στιγμές.
Ετοιμάσου, μέτρησα έως το τρία.
Άρχισε να φεύγεις, τρέξε αν θες.
Τρέμε εσύ που τα έβαλες με την Αγνή μου.
Τρέμε, και παρακολούθα με τώρα πιο στενά, αν μπορείς.
Αντέχω, να ξέρεις.
Υ.Γ.: Στους Αγνούς ανθρώπους της ζωής μου.
ANEMOSMAGAZINE.GR