Πολυτεχνειο 1974, κ ο Ριτσος διαβαζει Ρωμιοσυνη.
40 χρονια από τοτε. Πολλα εχουν αλλαξει.
«Μονεμβασια. Το πετρινο καραβι μου που με ταξιδευει σε ολο τον κοσμο»,ειπε ο Ριτσος.
Πολυτεχνειο,
βαλαμε πανιά πανω σε βραχους,
πανω σε Πολυτεχνεια στησαμε πειρατικες σημαιες.
Πισω από τις καλαμιες οι ηδονικες φωνες τους,
κ στην παραλια να ανεμιζουν πανω σε δυο ξυλακια οι ασπρες τους φανελλες.
Το ιδιο ακριβως σκηνικο όπως παντα. Ο Ερωτας.
Αυτή η εισαγωγη είναι αφιερωμενη στο Logoclub μας,
με εκτιμηση κριστοφ.
στον dhmhtrh
μια μερα,
ηρθες ξενος μπροστα στο οπτικο μου πεδιο. Ξενος.
Πραγματι, ησουν πρωτοειδωτος για μενα,
κ τοτε πηγε να μιλησει η καρδια μου κ να σε υπερασπιστει,
κ καταλαβα αμεσως. Η καρδια παντα είναι ενας φιλος. Πηγε να μιλησει για σενα κ της εκλεισα το στομα απαλα κ ανοιξα την αγκαλια μου για σενα.
Στον dhmhtrh, με εκτιμηση κριστοφ
Συνεχιζουμεν τωρα την ιστορια μας, το διηγημα που εχει σπασει όλα τα ταμεια κ προχωρα ακαθεκτο για παγκοσμια αναγνωριση: το «1,000,000» κ μερος 7. Ω γλυκυ μου εαρ.
Ο Κερστα εβαλε το: «Ω γλυκυ μου εαρ», με Βαγγελη Παπαθανασιου κ Ειρηνη Παπα. Οι τρεις σταυροι κ πισω από τους σταυρους η ολοκοκκινη δυση του ηλιου. Ο Χριστος αναμεσα σε δυο ληστες. Σταυρωμενοι. Ο Κερστα ενιωσε την αναγκη να ακουμπησει μια εικονα κ καθως δεν ειχε πουθενα καμιά, ακουμπησε πανω του κ χαιδεψε τα χερια του. Αναμεσα στα χερια το στυλο του,
κ καθως μονο ακουγε,
αφησε το στυλο απαλα στο γραφειο του,
κ αφoσιωθηκε ολοκληρωτικα στην μουσικη, ειδε το αιμα να τρεχει από τις πληγες των τριων σταυρωμενων. Όχι ακριβως το ειδε. Το ενιωσε, το μυρισε. Μυρισε το τοπιο,
κ καθως η σιωπη ηταν τοσο βαθεια,
μπορουσε να νιωσει την ανασα τους. Την βαρια τους ανασα. Οι ανθρωποι ειχαν φυγει εδώ κ ωρα. Οι ανθρωποι αφου ικανοποιησαν την περιεργεια τους εφυγαν κ πηγαν ξανα στην συνηθισμενη τους θανατικη ρουτινα. Κ ο Κερστα ,τωρα μονος με τους στραυρωμενους . Παραξενο σκηνικο. Κανονικα επρεπε να θυμιζει μονο θανατο κ τιποτε άλλο εκει περα. Τρεις ανθρωπινες υπαρξεις να περιμενουν τον θανατο που τους επεβαλαν οι συνανθρωποι τους. Μυριζε όμως δροσια. Ηταν απογευμα κ νομιζες ότι ηταν πρωι κ οτι τωρα μολις χαραζε ο ηλιος. Μυριζε ζωη εκει γυρω. Δεν ξερω, αλλα μπορει δυο τρια βηματα πιο περα να μυριζε δύση, αλλα εδώ γυρω από τους τρεις σταυρωμενους μυριζε ανατολη. Τρια λουλουδια μεσα σε μια αχανη ερημο. Τρεις κακτοι, που μεσα τους ειχαν νερο για τον διψασμενο διαβατη. Αναμεσα από τα καρφια τους,
ετρεχε αιμα,
αναμεσα από τα καρφια που τους εβαλαν οι ανθρωποι, ετρεχε αιμα.
γονατισα μπροστα τους , κ όταν σηκωσα το κεφαλι μου να τους κοιταξω ειδα
οτι από τις πληγες των ληστων ετρεχε νερο,
που εγω διστακτικα πηγα να πιω κ ο Χριστος μου εκανε νοημα ότι όλα ηταν ενταξει.
Πιες μου ειπε, γιατι κατ’εικονα κ ομοιωση μου είναι όλα.
κ ο Κερστα ηπιε νερο από ολους,
κ μετα παλι η ιδια σιωπη. Να μην θελει να γραψει τιποτε. Όχι πως δεν ειχε τι να γραψει. Το κεφαλι του γεματο απο εμπνευση, αλλα δεν ηθελε να γραψει. Πως είναι οταν ξαφνικα σε πιανει ένα δεος, μια εκσταση. Το αισθημα, αυτή η ευγνωμοσυνη που βρισκεσαι εδώ πανω σε αυτό τον πανεμορφο πλανητη κ νιωθεις όλη αυτή την ομορφια κ μενεις ακινητος σαν παραλυτος. Δεν θελεις να το πιστεψεις ότι υπαρχεις κ ζεις. Απιστευτο.Εισαι εδώ αναμεσα στα αστρα. Πατας πανω σε μια κουκιδα γη.Αισθανεσαι τον κοσμο.
Ο Στελιος εδωσε το χερι στην Ιουλια κ αυτή το εσφιξε με δυναμη. Θα μπορουσε να ειχαν καταργηθει οι καρδιες τους κ οι ψυχες τους κ να δουλευουν με μια. Αν μπορουσε η υπαρξη να καταργουσε την καρδια του Στελιου, τοτε δεν θα πεθαινε γιατι ειχε ακομα μια καρδια . Την καρδια της Ιουλιας. Κ αν μπορουσε να καταργουσε την ψυχη της Ιουλιας, η Ιουλια θα ειχε την ψυχη του Στελιου.
Ο Στελιος εσφιξε την Ιουλια στην αγκαλια του. Ποιος ο Στελιος κ ποια η Ιουλια; Φωναζες Στελιοςκ απαντουσε η Ιουλια. Κτυπαγε το χερι της η Ιουλια κ ποναγε ο Στελιος. Ετσι που η ιδια η Φυση αρχισε να μπερδευεται. Ειχαν γινει ένα.
Αρεσε στην φυση αυτό κ διεταξε το φεγγαρι να βγει. Κ το φεγγαρι διαμαρτυρηθηκε ότι δεν ηταν η ωρα του να βγει. Τελικα συμφωνησε κ βγηκε βαριεστημενο,
αλλα όταν βγηκε σταθηκε από πανω τους, περηφανα ομορφο. Καταλαβε ότι κατι συμβαινει εδώ περα,
κ ηταν το ομορφοτερο που εμφανιστηκε ποτε , ειπαν.
Κ μακρια, πανω στο λοφο, τρια δεντρα. Το ένα στη μεση, το πιο επιβλητικο κ δεξια κ αριστερα του, δυο πιο μικρα, παλι επιβλητικα,
με το πιο γλυκο αερακι να τα χαιδευει.
Ο Στελιος φιλησε την Ιουλια στα χειλη, σαν υποσχεση. Δεν ηταν μια υποσχεση ότι εγω θα σε αγαπω για παντα κ τετοιες παιδιαστικες συμπεριφορες. Ηταν μια υποσχεση στο Κοσμο, στην Υπαρξη. Οτι ειμαι μαζι σου. Κοσμε ειμαι μαζι σου, σε αγαπω. Είναι ένα ευχαριστώ. Κάθε φορα που φιλας τον αγαπημενο σου είναι μια υποσχεση. Ειμαι μαζι σου,
κ η φυση, η υπαρξη δεν λεει τιποτε,
μονο την βλεπεις που κινει το σωμα της σαν κατι να την ενοχλει. Ειναι ένα σκιρτημα.
Ενα ερωτικο σκιρτημα. Θα ελεγα μια περηφανεια,
μια περηφανεια για τα παιδια της . Για μας.
Ο Κερστα περπατησε περα δωθε αργα μεσα στο δωματιο. Το μυαλο του ειχε πλημμυρισει από εμπνευση. Αν επαιρνε το στυλο κ αρχιζε να γραφει δεν θα ειχε σταματημο.
Δεν εγραψε. Παρα μονο, για δευτερη φορα αρχισαν να τρεχουν δακρυα από τα ματια του κ τα αφησε ελευθερα να τρεχουν,μεσα από τα ολολαμπα χαρουμενα ματια του. Εριξε μια τελευταια ματια στον λοφο με τα τρια επιβλητικα δεντρα ,
εκει,σαν τρεις ταξιδιωτες, που ηρθαν από πολύ μακρυα κ περιμενουν υπομονετικα στον σταθμο να δωσουν καποιο μηνυμα,
κ ολοι τους κοιταζουν, μα κανεις δεν τους πλησιαζει
να παρει το μηνυμα. Βιαζονται να πανε στις δουλειες τους.
συνεχιζεται