Από τη συλλογή ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑ
Ένα κόμμα
μικρή ανάπαυση φωτιάς
ανάμεσα σε υγρασίες από χείλη
βάζει τρικλοποδιά
σε λέξεις κατασκόπους
αδίστακτες
με το περίστροφο όρθιο
στον τελευταίο τους φθόγγο
έτοιμες να φωτογραφήσουν
τις απόρρητες πληγές μου
Δαγκώνω με δύναμη μια παύλα
κοφτερή
Διασχίζω μαζί της φόνους
γερασμένων στίχων
Ψάχνω χρυσαφικά μέσα στο αίμα τους
για λίγα κέρματα εφηβείας
έστω για μια φρενίτιδα
κάτι να γρατζουνάει το τίποτε
φόνους εξ αφελείας
Τ’ αποσιωπητικά μου μάτια
Εννοούν δειλία να σκαρφαλώσω
στα βράχια μιας ματιάς
να με ανοίξουν πόρτες
χωρίς να τρίξω
Πυρ! Και να πατήσει
το σώμα μου η σκανδάλη
Παντού ερωτηματικές ρυτίδες :
Πού ; όπου Πότε ; ποτέ Πώς ; όπως
Βροχή Βροχή Βροχή
Όμως ένα μεγάλο σεσουάρ η ποίηση
στεγνώνει τα βρεγμένα μας φτερά
μπαίνει τελεία
σε μακροπερίοδους λυγμούς