Κι είναι κάτι άνθρωποι που λένε την πείνα τους μυρίζοντας ένα λουλούδι
που λένε τη δίψα τους ζητώντας λίγο ουρανό
έχουν ξερά τα χείλη μα δεν πειράζουν το μελίσσι
ξέρουν πως τους ετάχθη μοναξιά
Σκαλίζουν την αρχαία φωτιά
ζούνε τη στάχτη
Είναι κάτι άνθρωποι που περιμένουν το τραίνο να περάσει
κι έχουν αγωνία για το χορτάρι που φυτρώνει στις ράγες
το σκυλί που μπήκε λαθραία στο σταθμό
το κενό ανάμεσα σε αυτό που ονειρεύονται και σε αυτό που υπάρχει
Είναι κάτι άνθρωποι κεριά
που σιγολιώνουν
μπροστά στο εικόνισμα του ανθρώπου
που εχάθη
Αφήνουν μια παλιά φωτογραφία τους στα απωλεσθέντα
και γίνονται άλλοι
Είναι ισχνοί
για να περνάνε εύκολα
από των κόσμων τις ρωγμές
ισχνοί σαν μίσχος λουλουδιού
που θυσιάστηκε
για να στολίσει έναν τάφο
Είναι κάτι άνθρωποι σκιές
πεθαίνουν
δεν το υποψιάζεται κανείς
εκτός από τα περιστέρια
που δεν βρίσκουν πια ψωμί
είναι κάτι άνθρωποι
μονάχοι
Μαρία Λεμεσού