Sub Menu

Eίσοδος Μελών

Who's Online

Έχουμε 411 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
Logo Gate * Ανένταχτο Η σελίδα του λοξού (9)
 

Η σελίδα του λοξού (9) Hot

Η σελίδα του λοξού (9)

Η προετοιμασία της ερωτικής αφηγήσεως των σωμάτων με τη βοήθεια του ήλιου, της θάλασσας και του θεού έφθασε στο τέλος της.
Συλλέκτες μηνυμάτων κολασμένων απ’ το αλάτι και το κύμα, τον βράχο και το τσαλιμάκι του βοριά, φυλακίζουν τα αμαρτήματα και με λιγοστές αναπνοές μαζεύουν τα σκουπίδια τους στις τεράστιες κούτες της επιστροφής.
Στην αρχή του φθινοπώρου, στο επιμύθιο των σκιρτημάτων, στο προαναφώνημα του χειμώνα.

Στις αποβάθρες, στα επιμελημένα κιόσκια, ουρές συντεταγμένες με βεντάλιες που κλείνουν λίγο αέρα, συμπράγκαλα και μωρά να κλαίνε, περιμένουν οι δραπέτες την καπνισμένη τσιμινιέρα.

Κι εκείνος ο ήχος φέρνει κοντά την εικόνα του άχαρου διαμερίσματος των λίγων τετραγωνικών, το στριμωγμένο λεωφορείο, το μετρό και το κακομούτσουνο ύφος του εργοδότη.

Πραγματικότητα παχύσαρκη και ένας κόσμος στην αναμονή.

Και η επανάληψη των ονείρων, πεμπτουσία της ζωής, θα κρατήσει τη χαρά, μέχρι την επόμενη απόδραση.

Το καύσωμα επικράτησε τις τελευταίες μέρες και πολλών ειδών παραληρήματα επισκίασαν την επικαιρότητα.

Παγκαλόμορφες τεράστιες σκιές πασίγνωστου λόγου και πολιτική εκδήλωση συναισθήματος, χωρίς καπέλο.

Περισσοκαλλής η εκφορά του λόγου και τα αδειανά χαρτιά πόλεμος φωνηέντων εντοπίζουν τον ορισμό της φωτοτυπίας. Και τεμπελιάζει το βλέμμα ανέκφραστο στις ίδιες σειρές των τυπωμάτων.

Εύσωμες ανταύγειες περίτεχνων κενών σημειώσεων.

Και εκεί που οι γραμμές ανούσιου περιεχομένου προκαλούν τη δυσμορφία του περιβάλλοντος.

Έρχεται το εφιαλτικό συνθετικό Καρα- να δρομολογήσει το σκοτεινό της ιστορίας.

Τα παιχνιδίσματα των επωνύμων επισυνάπτουν το μαύρο στην επιστολή της φαιδρής καθημερινότητας.

Φθινόπωρο. Με αρχή τον έβδομο που έγινε ένατος.

Και λιγοστεύει το φως και γυρνά πλευρό το σύννεφο, να δώσει το γκρίζο στο εξώφυλλο.

Κάποιες σταγόνες δεν θα αντέξουν τα πρωτόγνωρα πάθη, θα ξεφύγουν και θα δροσίσουν το χώμα.

Υψωμένα τα βλέμματα θα μισοκλείσουν για λίγο τις πόρτες τους και ένα γρήγορο βήμα θα μαζευτεί κάτω απ’ το μπαλκόνι.

Στα μαγαζιά οι μικροί θα διαλέξουν μολύβια και τετράδια, αυτοκόλλητα, γόμες και μαρκαδόρους. Αποσκευές για το ταξίδι πίσω απ’ τον μαυροπίνακα.

Θεόρατοι γίγαντες στον κόσμο των νάνων, σήμερα. Θα εκπαιδευτούν καταλλήλως για να γίνουν μικροί ενήλικες, αύριο.

«Τον αγαπώ», ακούστηκε η φωνή στο μεγάλο τραπέζι.

«Μπράβο!», ψιθύρισε ο είρων κοιτώντας στο αριστερό χέρι το ελαφρύ ρολόι με τους μικρούς αριθμούς και τους μεγάλους δείκτες.

Περιορίζεται η διαφάνεια των συμπερασμάτων και τα αλλοπρόσαλλα κτυπήματα των περιορισμένων απόψεων αφήνουν τα υπόλοιπά τους, ενισχύοντας την άποψη του παραλόγου.

Και εκείνη η πυγολαμπίδα κάνει κύκλους, φτιάχνοντας ουράνια τόξα στο γεμάτο καπνό μικρό δωμάτιο.

Στο πάνω μέρος μια τρύπα ζωγραφισμένη, να φεύγει ο ταξιδιάρης, να θυμιατίζει την ανάγκη.

Ένα μολύβι στο πάτωμα. Ένα πινέλο στο πάτωμα. Ένα καλέμι στο πάτωμα.

Ένα κομμάτι μάρμαρο λευκό, ένα χαρτί τσαλακωμένο, ένα πανί τεντωμένο. Χρώματα πεταμένα, λέξεις σκορπισμένες, σκέψεις ανόητες, ξεχαρβαλωμένες.

Κι ένα σφυρί ανελέητο να κυνηγά τον πρωτομάστορα.

Μια γυναίκα καταφεύγει στο τέλος της σελίδας, τεντώνει τα χέρια της στην ύστερη λέξη και αφήνει τα δάχτυλά της να μείνουν αποτυπώματα δυσνόητα.

Μια σταγόνα περιμένει την πρώτη συγκέντρωση στον ουρανό.

Ένα χάδι στο μάγουλο, ένα χαμόγελο.

Και ένα επιφώνημα αληθινό και σπάνιο συνόδεψε τη βροχή.

Και κουτρουβαλιάστηκαν στις λακκούβες ανέμελα.

Καλωσορίζοντας το φθινόπωρο.

Μυογράφημα

Στο καφενείο. Χείλια χοντρά, στομάχι εξογκωμένο μεγάλης περιεκτικότητας. Κεφάλι υπέρσαρκο, αποτύπωμα μόσχου. Λαιμός φαρδύς, θεμέλιο γερό να κρατά την ουσία.
Μαλλιά λίγα, λαδωμένα, χτενισμένα με ψιλή τσατσάρα προς τα πίσω, να φτιάχνουν κυματισμό τραγελαφικού περιεχομένου.
Καρέκλα, μία για το σώμα και δυο για τα χέρια. Μια άλλη φιλοξενεί τις πατούσες. Στο τραπέζι ένα πακέτο εκλεπτυσμένου καπνού, ένα σταχτοδοχείο και αποτσίγαρα δαγκωμένα λαίμαργα.
Απέναντι μια ισχνή γυναίκα τραβολογά ένα στρουμπουλό αγόρι που τρώει παγωτό βανίλια πασπαλισμένο με τρίμματα σοκολάτας.
Αυτοκίνητα στον δρόμο, κλάξον και βαλίτσες να σέρνονται.
«Θα λερωθείς, πρόσεχε», δειλά φωνάζει η λεπτεπίλεπτη μη τυχόν και διακόψει τη βαθύνοη ανάγνωση του παχυδέρμου.
Με περιοδικές κινήσεις ο δείκτης επαναφέρει τα γυαλιά στην πλατιά επιφάνεια της μύτης, ενώ ο αφρός στον καφέ, διατηρώντας τις διαστάσεις του, πλησιάζει στον πάτο.
Ένα τηλέφωνο στο πλάι κτυπά και ο ήχος σηματοδοτεί το περιεχόμενο.
Μηνύματα εξεχόντων αποστολέων και αναλόγως της σημαντικότητας πλαταγίζοντας η γλώσσα, δημοσιοποιεί την επικοινωνία.
Ο μικρός έχει λερώσει το μπλουζάκι του και στην άκρη του πιγουνιού τα υπολείμματα δείχνουν την απόλαυση.
Μια χαρτοπετσέτα διακόπτει το αποκορύφωμα της λαιμαργίας.
Μια σκιά με κομπολόγια, ξυπνητήρια, αναπτήρες και στυλό αφήνει το βιογραφικό της.
Αυτονόητη η δυστυχία δεν προκαλεί τον ανασχηματισμό της στιγμής.
«Ήρθε το ταξί σας, κύριε».
Άδειο τραπέζι.
Κι ένα βιογραφικό που ξέχασε η μογίλαλη κάτω από το ξυπνητήρι.

Πυρόχρους διευκρίνιση

Ξεχωριστό Ματωμένο Ανυπέρβλητο

Λουλούδι το φώναξαν.

Απάντησε.

Στριμώχτηκε στο πράσινο και λαμπύρισε.

Φωτιά αφημένη στo μισοσκόταδο.

Κρεμασμένο, φωτεινό, λιγομίλητο.

Τονισμένο φωνήεν σε πολυσύλλαβο φύλλωμα.

Γινόμενο αριθμών, πανδαισία φωνημάτων.

Πετούμενα σωθικά στο μεγαλείο.

Και κορνίζα η νοσταλγία στον ανθότοπο.

Ευκρίνεια στο αδιανόητο και η μοσχοβολιά παρείσακτη.

Μωσαϊκό όλων των σκέψεων, κυματισμός βουβός στο πυκνόδασος.

Λευτεριά καμωμένη από μίσχους.

Ανέκδοτη σιωπή στα τρυφερά βλαστάρια.

Ψηφίδες πρωτόπλαστες, ανάσα φτεροπόδαρη.

Παιδούλες το μάζεψαν και στόλισαν πλεξούδες.

Νερά το δρόσισαν και μέλισσες το βύζαξαν.

Και έγινε το κόκκινο μεγάλο και στόλισε.

Τον Ουρανό, τη Θάλασσα, τον Ήλιο, το Φεγγάρι.

Τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες και τα χρόνια.

Και έμεινε εκεί καντήλι ακοίμητο να στολίζει τους εξώστες

κάτω απ’ τα ασπροσέντονα.

Τις απλωμένες φορεσιές και τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα.

Σαν μια φωνή σιγανή τρεμάμενη.

Στις αδειανές τις ώρες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Κριτικές Χρηστών

Average user rating from: 1 user(s)

 

Αξιολόγηση:
 
5.0
 
 

...και μια αφήγηση, που υψούται στο σύμπαν, με λέξεις - ψηφίδες ακριβού μαρμάρου και νοήματα πυρόχροα καθημερινής λεπτομέρειας!...

Πάντα ετούτη η σελίδα του λοξού... μ' αφήνει άφωνη!!!

Τα συγχαρητήριά μου!!!

Πατεράκη Ευαγγελία
Reviewed by ΠΑΤΕΡΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
September 07, 2010
View all my reviews
Report this review
 
 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: