◆Άρχισε ο βοριάς να ξεκαθαρίζει τα πράγματα.
◆Με την αλαζονεία του εξολοθρευτή πέταξε τα τσαλιμάκια του ηλιάτορα στο πλαϊνό της ψευδαίσθησης και οσονούπω αρχίζει να ντύνει τα καμένα σώματα.
◆Τελειώνει το καλοκαίρι, τα κουβαδάκια φυλακίζονται και τα σκαλίσματα στην άμμο παίρνουν την αρνητική όψη μιας φωτογραφίας. Αυτή η τραμουντάνα δε μαζεύεται με τίποτα.
◆Και στο Παρίσι, στη Μουφτάρ, κάποια δάκρυα στόλισαν τον πεζόδρομο. Μάλλον κάποια βροχή θα ήταν, που είχε χάσει τον δρόμο της!
◆Κι απομένουν οι χορευτικές κινήσεις των αναμνήσεων να ζωντανεύουν τους ανθρώπους.
◆Μέσα στις αράδες των εντύπων αφουγκράζεσαι την κατάντια της περιορισμένης γνώμης και των πυραυλοκίνητων ειδήσεων. Ταχύτατες βολίδες εκτοξεύονται και ως δηλητηριώδη δεδομένα καθοδηγούν την άποψη.
◆Διαγραφές από δεξιά εμβρυϊκού συλλογισμού κάνουν τα σύνθετα ονόματα να ορίζουν τη μικρότητα της κατάληξής τους ακόμα περισσότερο.
◆Και Ειδεχθή τα εγκλήματα των ανθρωπόμορφων τεράτων. Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Να ικανοποιηθούν στο αμφιθέατρο οι θεατές.
◆Στην εποχή της παρακμής, το αίμα αφηνιάζει τις πρωτόγονες αναφορές των κατασκευασμένων.
◆Τα όργανα αρχίζουν τις πρόβες για τις επικείμενες διαδικασίες εκλογής των αρχόντων. Και στις αφίσες, τα μικρά ονόματα δεσπόζουν. Πολιτική λανθάνουσα οικειότητα
◆Και αναρωτιέσαι, πώς είναι δυνατόν να υποτιμά τόσο πολύ τη νοημοσύνη σου το τέχνασμα του επικοινωνιολόγου.
◆Γελάς με τον Πέτρο, τον Κώστα, τον Γιάννη
◆Μικρά ονόματα με κεφαλαία, μεγάλα ονόματα με μικρά.
◆Πέρασε η σφήκα με μανία πάνω από το βουτυρωμένο ψωμί. Μια προβοσκίδα ακούμπησε στο λιωμένο υλικό και ρούφηξε.
◆Κάποια σημαδάκια μαύρα ήταν η απάντηση του αέρα στο λευκό. Σκόνη στο ψωμί και απλανή τα βλέμματα.
◆Διαδικτυακή αρθρογραφία του πρωθυπουργού προσεγγίζει το πρωτοποριακό, αλλά προσπερνά τη σκληρή πραγματικότητα
◆Και το αυτονόητο που υπερτονίζεται φαντάζει σκιαγράφημα παραλογισμού, όταν το χέρι ψαχουλεύει στην άδεια τσέπη.
◆Και φτάσαμε ως εδώ, όπως αναφέρει ο στιχοπλόκος, και θα ήταν όντως εκκωφαντικό, πρωτοποριακό και έντιμο να ακουγόταν
◆«Συγγνώμη που δεν καταφέραμε τόσα χρόνια να κάνουμε το αυτονόητο πραγματικότητα»
◆και τότε θα ξεδιπλωνόταν το αλλιώτικο και θα τρομοκρατούσε το πανομοιότυπο.
◆Πέρασαν χρόνια από τότε που προχωρούσες στο φαρδύ δρόμο με το κοντό παντελονάκι και τη σφεντόνα στην κωλότσεπη
◆Και πίστευες στις λέξεις
◆Τώρα, ακόμα κι εκείνο το μεγάλο φεγγάρι θέλει να φωνάξει υστερικά για την κατάντια του ξημερώματος.
◆Καθισμένα μάτια, αγκαλιές πανικόβλητες, λέξεις ξεσηκωμένες και ψευτοπάθη βγαλμένα από κουτιά ορθογώνια.
◆Αρχοντοχωριάτες των ταχύπλοων και μωροφιλόδοξες μυρτίτσες περιφέρουν τον μισόγυμνο νου τους στα κακόμοιρα τα βράχια. «Φάση μεγάλη», ακούγεται η μωρή. «Σεληνιακή φάση», συμπληρώνει ο ξεχωριστός ετοιμόλογος, προκαλώντας την απορία στο ξέπυγο δίποδο.
◆Μετά, κάποιοι φωνηεντόπληκτοι αναστεναγμοί, αποτυπώματα ερωτικών προτύπων καταγέλαστων εκπομπών αερίου λόγου, να γελάς κι εσύ να γελά και το φεγγάρι.
◆Αχ! Όρισες το παραπάνω και καταχάρηκες.
◆Πλήθουσα σελήνη, καλλίμορφη, πασιφαής, λαμπρή επινόηση του στερεώματος, μαγική παρενόχληση των κρυμμένων σκέψεων.
◆Ένας γάιδαρος, ένα σαμάρι, μια γριά κι ένα κοφίνι διασπούν την προσοχή των παρισταμένων.
◆Μια ισορροπία τετράποδη να αγνοεί τις πλάτες που χαζεύουν και να δείχνει τον ανήφορο.
◆Αφηνιασμένη η αντίθεση, βλαστημά για τα ζωγραφισμένα φεγγάρια στον ουρανό και για τις βολεμένες φιγούρες που χαζεύουν κάθε φορά τη σελήνη τους
◆Και, στο πίσω μέρος, ένα αδειανό όνειρο ζητά να χορτάσει την πείνα του
◆Χωρίς αποτέλεσμα!
Μυογράφημα
Ανοιχτό το στόμα.
Η γλώσσα έχει εκείνη την άσπρη φλοίδα που την κάνει εντελώς αηδιαστική.
Μερικά υπολείμματα τροφών δίνουν το σχόλιο στην κοιλότητα.
Σύντροφοι στη διαδικασία το λαμπυρίζον χαμόγελο και τα μικρά ματάκια που ανοιγοκλείνουν καταφατικά στην οιαδήποτε πρόταση.
Γωνία σώματος οξεία να κατευθύνεται προς την εξοχότητα.
Χαχανητά σε κάθε προσπάθεια εκτόξευσης αστείας εκφοράς λόγου και επιφωνήματα λατρείας όποτε ο λαλήσας κινηθεί, είτε σωματικώς είτε διανοητικώς.
Ατμόσφαιρα υγρή να προσεγγίζει με σαφήνεια το εσκεμμένο.
Μονόλογος του εξέχοντος και συναγωνίζεται ο σίελος του ακροατή την εκπομπή της ηλιθιότητας.
Στην εφαρμογή της κατάπτυστης εφαρμογής του γλείφειν, αναγκαία είναι και η παρουσία μιας τράπεζας στρογγυλής και ομήγυρη άνω των τεσσάρων ατόμων.
Αλκοολούχα ποτά να διεγείρουν τον λάρυγγα και λίγο νερό να ξεπλένει τις λέξεις, να φτιάχνει καινούργιο σάλιο να ανακουφίζεται το κατάπιμα.
Μερικές φορές, ακόμα και στα όρθια περαστικοί εξακοντίζουν καλολογικές φράσεις για να δώσουν το αστάθμητο στο γράφημα.
Άνθρωποι υπενδύματα, βρακιά μπαλωμένα, μυαλά χορταριασμένα, ιστορίες καθημερινής ευήθειας, για να φτιάχνεται το προσηλωμένο.
Και συνεχίζει η ζωή να σε κρατά στα κιτάπια της γιατί γουστάρει ακόμα και μένεις άφωνο ρήμα στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου.
Στο σταματημένο επιβατικό που συνθλίβει το σήμερα.
Στα καφενεία λόγου και αποφάσεων στις απομακρυσμένες περιοχές, όταν ο γλάρος επαναστάτης με αιτία αφήνει την κουτσουλιά του και διαφεύγει στο γαλανό, αφήνοντας το γλοιώδες να συνεχίζει τη βασιλεία του.
Υγρό καταφύγιο
Λυσσομανάει!
Δεμένο, αφημένο στην οργή.
Εξαϋλωμένος θεατής της σηκωμένης άμμου.
Παραμιλητό μοναχικό στους πελεκημένους τόπους.
Σημαδούρα παρατημένη στο πέλαγος.
Να γίνεται χορδή να την παίζει ο άνεμος.
Να γίνεται φως να την παίζει το φεγγάρι.
Και τα σύννεφα να σχολιάζουν διακριτικά το αιφνίδιο.
Ουρλιάζει η μέρα, ευλογά το σκοτάδι.
Δέντρο από σίδερο, φορτωμένο με ιστορίες.
Εωθινή ομορφιά σκαρφαλωμένη στα καπούλια της θάλασσας.
Φάντασμα γέρικο, κρυμμένη αφήγηση.
Και τρύπωσε το βλέμμα και όρμησε.
Βουητό ξαναμμένο, αναστέναξε.
Αγκυροβόλησε να περάσει η μπόρα και χάζεψε.
Άφησε τη διαδρομή και στάθηκε.
Αθάνατη μακρινή μελωδία.
Βαρέθηκες τα κτυπήματα και κρύφτηκες.
Γύρισες στη μήτρα σου και έκλαψες.
Και ένα ψιχάλισμα σε δρόσισε στο σκουριασμένο πρόσωπο.
Έσταξε μέχρι τα σωθικά σου η βροχή και κλείστηκε.
Κι ήρθαν και σε κούρσεψαν.
Η Ζωή και το Πάθος.
Το Απέραντο!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ