Επί της σιωπής
Περιπλανώμενα κελύφη οι ιστορίες χολοσκούν μπροστά στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ομορφαίνουν το πετάρισμα των βλεφάρων του γράφοντος και σκιάζουν την απορία του αναγνώστη, για το σκούρο των νοημάτων.
Και τι ακριβώς άραγε είναι η επεξήγηση των γραμμών; Ίσως μια γύμνια της ερμηνείας, ένα πρόστυχο ξετίναγμα των μαλλιών και μια απεγνωσμένη ματιά από την κλειδαρότρυπα
Κι ο νους δεν ησυχάζει.
Εκείνη η περίεργη αυλόπορτα με το σιδερένιο χέρι, που κάνει τον κτύπο να αργοσέρνεται, τη θύμηση από το σκονισμένο ράφι και εκείνο το γυμνό πόδι με το μαυρισμένο νύχι κάτω από τη χαραματιά της πόρτας, να μοιάζει σαν ένα κομμάτι σκοτεινού ουρανού που προσπαθεί να ξεχάσει τις λέξεις που απομονώνουν το φόβο και την υστερία της αντίληψης.
Ο φόβος για τα περίεργα όνειρα που φαινόταν στις χαραμάδες και εκείνα τα μισόλογα των αισθήσεων όταν προσπαθούν να προσδιορίσουν τα κατατρεγμένα όνειρα.
Και τα όνειρα είναι πολυάριθμα με κατακόκκινες πληγές και μαχαιριές, με καταλήξεις βαθιές και κραυγές που θέλουν να λησμονήσουν εκείνες τις φάτνες με τις ανασαιμιές και τα καθιερωμένα στηρίγματα της ελπίδας.
Μια φωνή από τότε, που ξέχασε εκείνη την υπόσχεση της ασπροντυμένης λέξης και γύρισε την πλάτη σε εκείνο το ζωγραφισμένο βροχερό απόγευμα, που ‘χε σηκώσει τα χέρια απεγνωσμένα για ν’ αρπάξει λίγη δροσιά από κείνες τις πεταμένες σταγόνες που αφήναν τα σύννεφα, όταν έτρεχαν να προλάβουν το επόμενο ξημέρωμα της παραγράφου.
Και επιμένει η σιωπή, καρφωμένη με τα χέρια ψηλά, να ικετεύει την υγρασία. Kαι περνούσαν οι περιπλανώμενοι μαζί με τη ζωή από πίσω της αγνοώντας την ικεσία της, σπρώχνοντάς την να βγει απ’ τον ορίζοντα, να γίνει μια παύλα σε μια φυσική σειρά από σημεία.
Αλαφροΐσκιωτους τους λέγαν τους καταραμένους οι γριές με τους κυρτούς ώμους και τα λιγοστά δόντια. Οι μάγισσες που παρουσιάζονταν συχνά για να επαναφέρουν στη μνήμη τις αναπνοές της μακρινής νύχτας.
Ήταν κι εκείνες οι ντουντούκες με τα συνθήματα με τις ρίμες που έκαναν τις φωνές πιο δυνατές και εκείνοι οι νεκροί με το χλωμό χρώμα που φανέρωνε όλη την απουσία της ροδόχροιας από το θάνατο.
Έτσι καθηλωνόταν σαν κατακάθι στον πάτο, όταν πετούσαν οι λέξεις μπροστά απ’ τα μάτια του. Μια νοσταλγία ορισμών και ένας θόρυβος από κάσες και κόκαλα. Μια περιστρεφόμενη διαδρομή με μια ταμπέλα που έγραφε τίποτα. Και πάλι από την αρχή και ξανά να φεγγοβολούν οι συνθήκες της κόλασης.
Κι όταν το γέλιο άνοιγε το πρόσωπο και η ματιά του πολυσήμαντου προσέφερε την κακοφωνία της πραγματικότητας τότε άφηνε το κορμί να νιώσει τον πόνο της πρώτης απόρριψης που ακόμα θυμόταν σε εκείνο το μικρό ξέφωτο κάτω από τη λεύκα με εκείνο το μοναδικό άστρο που το έκρυβε ένα γυμνό κλαδί.
Του άρεσε να πιάνει το παραλήρημα από το χέρι και να το κάνει σκέπασμα. Έβλεπε τον καθρέφτη και δεν αναγνώριζε ποιον κοιτούσε. Τόσο άγνωστα όλα. Τα χαρακτηριστικά ξένα εχθρικά και ανήμπορα να δώσουν μια πληροφορία για το σκονισμένο είδωλο.
Γέννηση την είπαν, όταν βγήκε το κλάμα. Θάνατο, όταν έβγαινε η βραχνάδα του επιμύθιου.
Και ένας όλισθος μια ανθοδέσμη από φωτιές την ώρα που περνούν από κοντά εκείνα τα ανήσυχα κομμάτια από τη στάχτη και οι πατημασιές των ζωντανών στο γήχυτον μαρτυρούν την απουσία των σωμάτων από την πράξη.
«Καταλαβαίνεις τι λες;» ρώτησε η μικρά κορασίδα τον απόμαχο των συνευρέσεων. Καταλυτική η άρνηση επικάθεται στην σγουρή κόμη μονολογούσα.
«Δεν ξέρω ποιο πουλί να διαλέξω, εκείνο με τα πολλά χρώματα ή ετούτο με το μεγάλο ράμφος»
«Καταλαβαίνεις τι λες;» και η κατάφαση κραδαίνουσα το ράμφος της επικράτησης ανέβηκε στον θρόνο διεκδικώντας τα σκήπτρα από την άρνηση.
Δια των γραμμών λοιπόν, αρνήθηκε να συνυπάρξει με τα συντεταγμένα νοήματα της καθημερινής νοητική διάταξης.
Και αποσπώμενος από το πλήθος διέκρινε στο βάθος της ρεματιάς εκείνο το παλιό βιολί της Πρόκνης ακούμπησε στο πλευρό μιας ανεμώνης και άφησε τη μελαγχολία του ακατανόητου να ξεπεράσει το σύνολο.
Πιο πέρα μια φέτα με ψωμί, αλάτι, ρίγανη και λάδι, γυμνά δάχτυλα και πόνος, μια σιγαλιά απέραντη και ένας θεός ακουμπισμένος στο ύψωμα του βράχου με έναν αυλό.
Κι ολόγυρα ξωτικά και αραχνοΰφαντα πέπλα και μουσικές. Ν’ ανοιγοκλείνουν τα ποτάμια, να χαμογελούν οι βρύσες και να πέφτουν οι σπίθες κοφτερές, να μυρίζει το χώμα, να λαμπυρίζει ο νους, να καίγεται η ψυχή συθέμελα.
Και ενώ οι χοροί στόλιζαν συνεχώς την απεραντοσύνη το πατζούρι υπενθύμισε την αγριότητα του χειμώνα κι ένας κτύπος προσταγή, έκανε τα κλειστά μάτια να αποδράσουν από την κατανυκτική διαδικασία της μοναξιάς.
Ο τρόμος επανήλθε στην ανοιχτωσιά των ματιών και το φευγιό κληρονόμησε την περιουσία του ανοιχτού παραθύρου.
Μικροπωλητές αλαζόνες με κολοκυθάκια ντομάτες και άλλα πολύχρωμα προϊόντα περαστικοί του υπερέχοντος κόσμου βασιλιάδες πρίγκιπες και τσαρλατάνοι μαζεμένοι απανταχού στολίζουν τη θωριά του αγουροξυπνημένου.
Μέσα, ένα πάπλωμα φριχτό που στην άκρη εμφανιζόταν το ξήλωμα και ένα σώμα αγνώστου προελεύσεως .
Ένα μωσαϊκό συλλαβών που κάποιος τις έβαλε σε μια σελίδα που μπορεί να έχουν κάποια σημασία αλλά ποσώς ενδιαφέρει.
Άλλωστε ποιος μπορεί να κρίνει τις λέξεις όταν μπορούν από μόνες τους να είναι ένα κείμενο.
Γιώργος ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ