Σε εσφιξα στην αγκαλια μου κ σου ειπα σ αγαπω,
μου ειπες κ συ το ιδιο.
Αφεθηκαμε κ οι δυο στη αγκαλια του φεγγαριου,
με τα ποδια μας να τα βρεχει το κυμα απαλα.
Ξαφνικα όμως ένα κυμα μεγαλο μας μουσκεψε μεχρι
πανω.
Κ τα
κινητα μας τελος. Τεχνολογια τελος.
-Τους ζυγους λυσατε! Ξελαρυγγιστηκε φωναζοντας ο στρατηγος.
Κ τα προβατα, εμεις,σκορπισαμε δεξια κ αριστερα παντα μεσα στο μαντρι.
Κ περασαν χιλιαδες κ χιλιαδες χρονια κ τα πραγματα τα ιδια,
κ καπως χειροτερα-( επιδεινωνεται το περιβαλλον),
κ η μαντρα κ τα προβατα κ ο στρατηγος παντα εκει.
Αλλα προβατα, αλλοι στρατηγοι.
Κ το σουρσιμο των αλυσιδων παντα εκει, σαν μουσικη.
Τοσο τον ειχαμε συνηθισει αυτό τον ηχο της αλυσιδας που όταν καποιος κατασκευασε ένα πραμα σαν κιθαρα κ αρχισε να την γρατσουναει ειπαμε ότι μας χαλασε την ωραια ατμοσφαιρα. Αυτος συνεχιζε να παιζει την κιθαρα του κ μεις του σπασαμε την κιθαρα του.
Μειναμε παλι μονοι, εμεις κ οι αλυσιδες μας κ ο ηχος τους,
«κ που κ που ακουγοταν ένα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο ροχαλητο που λεγαν οσοι ξερανε, είναι αυτος ο ρογχος του θανατου»(Ελυτης),
Κ ερχοντουσαν οι ασφαλιτες κ σερναν εξω από το μαντρι το
πτωμα να το φανε τα ορνια,
κ μεις κοιταζαμε. Τσιμπιόμασταν να βεβαιωθουμε ότι ειμαστε ζωντανοι.
Συχνα ερχοντουσαν φορτηγα κ φόρτωναν καμποσα προβατα από μας. Τα πέρναν για σφαγη. Καπου γινοταν πολεμος. Κ ξαναεπεστρεφαν τα φορτηγα αδεια για να φορτωσουν καινουργιο αιμα. Προβατα. Κ οι αξιωματικοι πέρνοντας ένα υφος σοβαρο εδιναν στις προβατινες τσιγκενα μεταλλια: ο γιος σου επεσε μαχομενος για την πατριδα.Ηρωας.
Ειχε προβατινες που ειχαν μεχρι 11 μεταλλια. Εντεκα παιδια σκοτωμενα σε πολεμους.
Κ ολοενα το μαντρι μεγαλωνε κ ψηλωνε τους τοιχους του
για περισσοτερη ασφαλεια.
Κ καποιος μια μερα ρωτησε:
-Γιατι ψηλωνουν ολο κ περισσοτερον οι τοιχοι του μαντριου; Κ ποιον φοβομαστε εκει εξω; Αφου ειμαστε ολοι μεσα στο μαντρι-7,6 δις-ποιον φοβομαστε εκει εξω;
Κ δεν πηρε απαντηση.
Κ την άλλη μερα ψηλωσαν το τοίχος άλλο ένα μετρο,
κ ηρθε κ καθησε πανω στο τοιχος ένα γερακι. Καί 7,6 δις πολλαπλασιαζομενο επί 2, μάτια γυρισαν κ κοιταζαν το γερακι κ ουτε που συγκινηθηκε. Εριξε μια κουτσουλια στο τοιχος κ την εκανε.
Κ την άλλη μερα ψηλωσαν το τοιχος άλλο ένα μετρο,
Κ προσμεναμε ολοι να ρθει ένα γερακι, ένα πουλι,να κατσει στο τοιχος. Κ δεν ηρθε.
Ανοιξαν όμως οι γιγαντιες οθονες LCD (LSD?) που ηταν πανω στο τοιχος. Ωρα των ολυμπιακων αγωνων η της μπαλας, καποιου τουρκικου σηριαλ.
Κατσαμε ολοι οκλαδον κ κοιταζαμε.
Ανοιξα το λαπτοπ μου στα email μου κ διαβασα:
Microsoft Corporation(US) live.com/security.
Προσωρινος αποκλεισμος.
Εδωσα τα στοιχεια μου κ περιμενω τωρα τρις μερες να μπω κ δεν μπαινω στα email μου. Αυτος που χειριζεται το συστημα μπορει κ μπαινει κ γω δεν μπαινω.
Κ το τοιχος ψηλωνε κ ψηλωνε,
Θαρρεις κ η υπαρξη του ανθρωπου στη γη είναι αυτό
το τοιχος. Κ το τοιχος εγινε ένας μεγαλος φραγκικος πυργος . Ενας πανυψηλος στρογγυλος πυργος,
Που κατω στον πατο του ζουσαν ανθρωπινα μυρμηγκια,
Κ ο ξεχασμενος αστροναυτης τραβηξε μια αναμνηστικη φωτογραφια της γης μας. Αυτοφωτογραφηθηκε, κ πισω του ειχε τη γη. Κ μας εστειλε αυτή τη φωτογραφια με email.
H γη πλεον δεν είναι στρογγυλη αλλα ένα μακριναρι φουγαρο, σαν καννη ενός κανονιου που ξερνα δηλητηριο. Ένα πουρο Αβανας που γυριζει γυρω από τον εαυτο του κ γυρω από τον ηλιο.
Κ το γερακι; Κ τα πουλια; Κ τα ζωα; Κ τα δεντρα;
Μουσειακό παρελθον. Εξαφανισθεντα ειδη. Από καιρο.
Η γη ένα πουρο που καπνιζει κ στελνει την νικοτινη του στους 10 αιθερες. Η προσφορα
του ανθρωπου σε αυτό που αποκαλουμε Μανα Συμπαν. Υπαρξη.
Καρκινο.
Η γη ένα πουρο που καπνιζει κ ξερνα καρκινο.
Κ μια μερα ηρθε η Εxpress του θεου με τους γερανους της κ μας ρυμουλκησε μεχρι το σκουπιδοτοπο του συμπαντος. Κ μειναμε μια μερα εκει. Δεν μας αντεξαν τα ντοπια σκουπιδια. Μεγαλο προβλημα μαζι μας. Γριφος. Τη λυση την εδωσε ο Ηφαιστος. Στη Μαυρη Τρυπα. Κ μας ρυμουλκησαν μεχρι εκει. Κ γυριζαμε για χρονια εκει γυρω της μεχρι που αποφασισε κ μας καταπιε. Μας ξερασε 3 φορες μεχρι που μας καταπιε. Κ ο Στηβεν Χοκινγκ αρχισε να μελετα το μυστηριο: τρις φορες μας ξερασε μεχρι που μας καταπιε.
Κ τα μωρα; Οι αθωοι; Τι φταινε; Γιατι κ αυτοι στη μαυρη τρυπα; Καλα, εμεις οι μεγαλοι κ οι κουτοπονηροι στη πισσα κ στο θειαφι. Οι αλλοι όμως γιατι;
Ακουστηκε ένα κλαμα μωρου πανω στη νεα γη,
κ οι πρωτογονοι ηταν χαρουμενοι. Ο αρχηγος της φυλης σκαλισε ένα ελαφακι πανω σε ένα μαλακο ξυλο κ το αφησε διπλα στο μωρο. Αναψαν μια μικρη φωτια κ εκατσαν γυρω της. Ακουγονταν καμποσα αγρια ουρλιαχτα γυρω τους μεχρι που ακουστηκε κ το λιονταρι.Προς στιγμη σαν να φοβηθηκαν κ ο πιο μικρος σηκωθηκε κ εκανε το γιονταρι. Ολοι χαμογελασαν κ ο αρχηγος τον πηρε στη αγκαλια του κ του χαιδεψε τα μαλλακια του. Κ αυτό αρχισε να παιζει με τις χαντρες από πετρα που ειχε κρεμασμενες στο λαιμο του μεχρι που το πηρε ο υπνος. Κ οι αλλοι εμειναν να κοιταζουν τα αστρα σιωπηλοι. Κ ακομα πιο σιωπηλος ο αρχηγος τους. Καμια φορα κ το κλαμα του μωρου να μπαινει αναμεσα στη σιωπη τους, σαν νοτες μια μουσικης.
Κ το πρωι εξω από την καλυβα του μωρου υπηρχε ένα ολοκοκκινο λουλουδι. Ενα ροδο, που ολοι περασαν από μπροστα του κ θαυμασαν. Εμεινε εκει για μερες μεχρι που ξεραθηκε. Ο αρχηγος το εβαλε μεσα στα χερια του σαν να κρατουσε πολιτιμο διαμάντι κ το ετριψε μεσα στις χουφτες του μεχρι που το εκανε σκονη κ το σκορπισε μεσα στη καλυβα του μωρου.Δυο τρις ακτινες μπηκαν από τις χαραμαδες κ καρφωθηκαν σαν βελη μεσα στο χωμα της καλυβας.
κριστοφ,γη,2012