Θυμάμαι ένα κορίτσι γλυκό. Μια ευαίσθητη ψυχή. Η ζωή της μονόδρομος και αυτή στο αντίθετο ρεύμα.
Σ' έναν πόλεμο
που νικητής δεν θα υπήρχε
Μονόχρωμο ουράνιο τόξο, η ελπίδα. Μια καταιγίδα, μια μπόρα. Αόρατο δάκρυ, μυρωδιά από βρεγμένο χώμα.
Η σκιά της την προσπέρασε και έμεινε μόνη «Οι σκέψεις μου με παρέσυραν και ξεχάστηκα Αχ θεέ μου πόσο κουράστηκα» μόνη της λέει και κλαίει.
Ο αέρας τον πόνο της αγκαλιάζει. Ένα περιστέρι στα πόδια της κάθεται. Στα μαλλιά της κλωνάρι ελιάς αφήνει και χάνεται. Με τον ήχο μιας κούνιας κοιμήθηκε και στην αγκαλιά ενός αγγέλου πιο ξεκούραστη ξύπνησε…..
Για την Μαρία που μας άφησε νωρίς.