Τον έλεγαν Σίσυφο·
ήταν καταδικασμένος
Τον έλεγαν Σίσυφο·
ήταν καταδικασμένος,
σ' όλη του τη ζωή να σπρώχνει μία πέτρα,
ένα βράχο θεόρατο,
προσπαθώντας να τον ανεβάσει σε μια πλαγιά απότομη.
Με κόπο και ιδρώτα πολύ κατάφερνε
το βράχο στην κορυφή να φτάσει της πλαγιάς·
μα η χαρά του μια στιγμή μόνο κρατούσε·
ευτύς ως έφτανε στο ανώτερο σημείο,
ξανά προς τα κάτω κυλούσε
και τον παράσερνε ρίχνοντάς τον καταγής·
τότε αυτός ορθός έστεκε πάλι
και στυλώνοντας τα πόδια,
ξεκίναγε απ' την αρχή το έργο,
με πείσμα πιότερο από πριν.
Λένε πως τούτη η τιμωρία του ήταν απ' τους θεούς
για ένα κρίμα μεγάλο πού 'χε κάμει·
όμως καλά το γνώριζε αυτός
πως δίχως το βράχο
η ζωή του νόημα δε θά 'χε·
ήταν πια ξεκάθαρο:
τον αγώνα τούτον δεν μπορούσε να κερδίσει,
μα στο τέλος οι δάφνες δικές του όλες θά 'ταν·
κι έτσι συνέχιζε το βράχο ν' ανεβάζει
και κάθε φορά έπεφτε
και πάλι ορθός στεκόταν·
τον έλεγαν Άνθρωπο.