Καράβι αγαπημένο,
ξεκίνησες για μακρινό ταξίδι
Καράβι αγαπημένο,
ξεκίνησες για μακρινό ταξίδι
την ευτυχία γυρεύοντας, αυτήν
που πριν από σένα κι άλλα καράβια γύρεψαν,
μα εις μάτην.
Μ' ελπίδες καλές σαλπάρισες,
τ'αμπάρια σου με όνειρα γεμάτα,
τα πανιά φουσκώνοντας το πάθος
και το τιμόνι κρατώντας της πρώτης νιότης η ορμή.
Γρήγορα τρικυμίες συνάντησες, θύελλες και μπουρίνια,
σκόπελοι ορθώθηκαν στη ρότα σου μπροστά
και πάλεψες τα μανιασμένα κύματα
μη λύσουν τα σκαριά σου και βουλιάξεις.
Κι ως πέρασε η πρώτη μπόρα,
σε λιμάνι πρωτόγνωρο αγκυροβόλησες,
σε πολιτεία μαγευτική με φώτα λαμπερά
και ομορφιά απερίγραπτη που θάμπωνε τα μάτια·
αντίκρυσες πλούσια εμπορεύματα
που στη σαγήνη τους δύσκολο κανείς ν’ αντισταθεί
και ζήτησες δικά σου να τα κάνεις·
κι έτσι με πραμάτειες πολλές φορτώθηκες
- δύναμη, δόξα, άνεση, χλιδή -
όμως, τι κρίμα· οι πραμάτειες δε χωρούσαν
στο αμπάρι με τα ονείρατα
(αλίμονο! είναι βαριά ετούτα)
κι έπρεπε κάποιο απ’ τα δυο
στης θάλασσας τον πάτο να πνιγεί.
........................................................
Μα το ταξίδι δεν τελείωσε.
Πολλές ακόμα φουρτούνες θα διαβείς
Κι άλλες πολιτείες θα γνωρίσεις·
Εκεί θα έχεις την ευκαιρία
Με νέα όνειρα να εφοδιαστείς
Ή πραμάτειες καινούριες ν’ αποκτήσεις.