Ράψε μου το στόμα με συρραπτικό
μακράς βολής.
Θά'χω τρόπο να μιλώ.
Πάψε τη συνέχεια με μαχαίρι χαλύβδινο,
κόψεων πολλών.
Θα βρω τόπο ν' αγιάσω.
Φυγοκέντρισε απανωτά τ'αυλάκια
του μυαλού μου
και δέσε τα με συρματόπλεγμα,
μη σου ξεφύγω.
Μη γελιέσαι!
Θα βρω μέθοδο και θα χαράξω
τη σκέψη μου
στην πλάτη της επιβολής σου.
Χιλιόμετρα πολλά,
μακριά θα φαίνομαι.
Αλαλαγμός μεταξιού
στο πλευρό του σκοταδιού.
Με αθώο βλέμμα,
παιδιού ωστικό κύμα,
θα σε ρωτήσω,
πώς ζωγραφίζεις
μωβ σύννεφα
και μαύρο χώμα
και πού βρήκες
τέτοια μολύβια φαρμάκι.
Τη ζωγραφιά σου πάντως,
θα ξεσκίσω χαρτοπόλεμο
με χείλη ελπίδας
σε ουράνιο τόξο
και στο χώμα θα φυτρώσω
μενεξέδες και κυκλάμινα
συναισθημάτων.
Δεν έμαθες ποτέ να παίζεις το παιδί.
Δε σου έμαθαν κουτσό και τρίλιζα
και κύμα χαμόγελο.
Γέρασες πριν γεννηθείς
σε μήτρα με το κακό ριζωμένο
στο μάτι του Κυκλώνα,
μωρίας αρπαχτικού.
Μα το σύμπτωμα
της Κόλασης
σε ψυχεδελική ενορχήστρωση
το φέρεις μοιραία μέσα σου.
Σα σκουπίδι που το φύσηξε
δυνατός αγέρας, πας.
Μα έμαθα και μ' αυτά
να παίζω παιχνίδι
και με ξυπόλητη καρδιά
να τα κλωτσώ
στις συνοικίες
όλου του κόσμου.
ΚΙΡΚΗ