Eίσοδος Μελών

Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by Sotos
"Bravo!!!!!!!!!!!!! "
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
Βαθμολογία Χρηστών
 
5.0
Reviewed by logoclub.gr
< >

Κριτικές Κειμένων

Who's Online

Έχουμε 564 επισκέπτες συνδεδεμένους

Καλώς ήρθατε

στον Ιστοχώρο του Λογοτεχνικού Club,που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που αγαπούν την λογοτεχνία και επιθυμούν να προβάλλουν αυτό το κομμάτι του πολιτισμού μας σε όλον τον κόσμο.

Εκτύπωση PDF
RSS
 

25η Ώρα Hot

25η Ώρα

Η 25η Ώρα είναι η ώρα εκείνη όπου ο χρόνος και ο χώρος διακλαδίζονται. Ενώ το υποκείμενο με το φυσικό του σώμα βρίσκεται σε ένα χωροχρονικό σύνολο Α, το αστρικό του σώμα μπορεί να βιώνει εμπειρίες χιλιόμετρα μακριά σε μια τελείως διαφορετική χρονική στιγμή, είτε στο πεπερασμένο παρελθόν είτε στο άγραφο και αχαρτογράφητο μέλλον. Αυτό δεν συμβαίνει με την βούληση του υποκειμένου αλλά φαίνεται να ενεργοποιείται μέσω ερεθισμάτων όπως ήχοι, μυρωδιές ή και λεκτικά σύνολα. Πολλές φορές κατα την επαναφόρα στο φυσικό σώμα μπορεί να παρατηρηθει σύγχιση στο υποκείμενο για χρονικα διαστήματα ελάχιστων δευτερολέπτων τα οποία οφείλονται και για τον εσφαλμένο συσχετισμό της 25ης Ώρας με την Σχιζοφρένεια...

p { margin-bottom: 0.25cm; line-height: 120%; }Είχε ένα ιδιόρυθμο πάθος με τα αρώματα. Τα χρησιμοποιούσε σπάνια αλλά του άρεσε να μυρίζει τα αρώματα άλλων, όχι για την ευχάριστη αίσθηση τους αλλά γιατί μέσα στην μυρωδιά του αέρα κλείδωνε αναμνήσεις προσώπων και γεγονότων, ευχάριστων ή μη, με απίστευτη λεπτομέρεια. Πράγματα που ούτε ο ίδιος πίστευε ότι ήταν καταχωνιασμένα στο μυαλό του.

Χτες βράδυ, στο μετρό, βυθισμένος στο μπλοκ των σημειώσεων του, επέστρεφε στο σπίτι από την δουλειά. Στην επόμενη στάση, μια κοπέλα κάθησε δίπλα του. Δεν της έδωσε σημασία αλλά μόλις αισθάνθηκε το άρωμά της , θαρρείς και άνοιξε μια χωροχρονική πύλη και βούτηξε στο παρελθόν.

Θυμήθηκε την Κ. Τότε που την είχε επισκεφθεί στην πόλη που σπούδαζε. Το ταξίδι του ως εκεί, πως πήρε την απόφαση, ή πιο σωστά πως τον έκανε να πάρει την απόφαση, ένα βράδυ του Νοέμβρη, στην “τρύπα” που σύχναζε, λιωμένος από τα ποτά όταν ξαφνικά ένα sms του άλλαξε την διάθεση. “Σε θέλω εδώ”. 36 ώρες αργότερα βρισκόταν εκεί.

Θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τον σταθμό, την διαδρομή με τα ποδια ως την στάση του λεωφορείου και από εκεί την διαδρομή ως το σπίτι της.

Από το σπίτι της θυμήθηκε την μαύρη καγκελόπορτα στην είσοδο και το μικρο παρτεράκι μέχρι το τρίσκαλο της κυρίας εισόδου, τις φιγούρες των φυτών στα πλακάκια του τοίχου της κουζίνας αλλά και το ανάλατο μπριάμ που έφαγαν την επόμενη μέρα στο μικρό τραπεζάκι της κουζίνας, δίχως ψωμί, και όμως του είχε φανεί από τα πιο νόστιμα φαγητά που είχε ποτέ δοκιμάσει.

Και ας σιχαινόταν τα κολοκυθάκια.

Και ας μην έτρωγε ποτέ χωρίς ψωμί.

Τα θυμόταν όλα και τα ξαναζούσε με την ίδια αλληλουχία συναισθημάτων.

Η ίδια ανυπομονησία που ένοιωθε μέχρι να φτάσει, το ίδιο χαρούμενο αίσθημα όταν την αντίκρισε να τον περιμένει σφιγμένη στο μπουφάν της στο σταθμό του τρένου. Ο ίδιος εκνευρισμός στην κουβέντα περί πολιτικής στη διαδρομή από το σινεμά ως το σπίτι της. Πάντα τον εκνεύριζαν οι συζητήσεις όπου ο συνομιλητής του δεν τον καταλάβαινε αλλά (περιέργως) μαζί της έδειχνε να τις απολαμβάνει.

Για λίγο βούτηξε ακόμα πιο βαθιά, τότε που τυχαία (ή μήπως μοιραία) συνέπεσε να έχει αυτός συνέντευξη για δουλειά στο αεροδρόμιο και εκείνη να έρχεται από την πόλη που σπούδαζε. Εκείνη την ημέρα...

Είχαν μιλήσει λίγες μέρες πριν την συνέντευξη και όταν είδε ότι συνέπιπτε όχι μόνο η ημερομηνία αλλά και η ώρα, της πρότεινε να την περιμένει να την υποδεχτεί να γυρίσουν μαζί στο χωριό.

Όταν την είδε να βγαίνει από τις αφίξεις εσωτερικού, έχασε την μιλιά του και πέταξε πιο ψηλά από τα αεροπλάνα του Ελ. Βενιζέλος.

Φορούσε άσπρο πουκάμισο, μια μπλε στενή και σικάτη φούστα, ένα που φουλάρι στο λαιμό και ένα κατακόκκινο κραγιόν να της τονίζει το χαμόγελο. Στο μυαλό του γεννήθηκε η εικόνα της στιγμής που κατέβαινε την σκάλα του αεροπλάνου. Χαμογελαστή και με τον αέρα να της ανεμίζει τα σγουρά της μαλλιά ( και ας τα είχε κότσο εκείνη την ημέρα). Του εντυπώθηκε τόσο πολύ αυτή η εικόνα που ώρες ώρες νόμιζε ότι πραγματικά την είχε δει με τα μάτια του.

Ήπιαν καφέ στον Γρηγόρη, διπλό εσπρέσσο αυτός, ζεστό καπουτσίνο εκείνη, κάπνισαν και πήραν το λεωφορείο για το λιμάνι. Στο καράβι για το χωριό συζήτησαν διάφορα, ανοίχτηκαν ο ένας στον άλλο μα κυρίως αντάλλαξαν τα δάκρυά τους και τα εμπιστεύθηκαν ο ένας στον άλλο. Αυτό για εκείνον ήταν η σφραγίδα και η υπογραφή για ένα συμβόλαιο τιμής με όρους αδιαπραγμάτευτους.

Θυμήθηκε και την τελευταία του ημέρα στο σπίτ της. Αμίλητοι. Ούτε την προηγούμενη μέρα είχαν μιλήσει καθόλου. Για την ακρίβεια δεν είχαν ειδωθεί καθόλου. Εκείνη είχε φύγει χαράματα να πάει στην περιφρούρηση της σχολής και μετά στην πορεία για το Πολυτεχνειο. Της είχε πει ότι θα κοιμόταν αλλά της είπε ψέμματα. Λίγο αργότερα σηκώθηκε και κατέβηκε να δει την πόλη. Μέχρι το βράδυ περπατούσε, άσκοπα, σαν την ζωή του ένα πράγμα, χωρίς προορισμό, με πολλή κούραση αλλά και με όρεξη να πάει λίγο παρακάτω στο άγνωστο.

Όταν γύρισε σπίτι την είχε πάρει ο ύπνος. Είχε κλειδιά, ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα. Δεν κοιμήθηκε. Καθιστός στον καναπέ την περίμενε να ξυπνήσει και της μιλούσε από μέσα του.

Πόσες φορές έφτασε ως την πόρτα του υπνοδωματίου;

Πόσες φορές δεν χτύπησε το χέρι στον τοίχο από τα νεύρα αλλά και το μαρτύριο της νύχυας που ξημερώνει;

Την επόμενη μέρα ήταν αμίλητη. Προσπάθησε να της ανοίξει κουβέντα, αλλά εκείνη απαντούσε μονολεκτικά, άκεφα.

“Τι έκανα ρε πούστη μου;” αναρωτιόταν όλη μέρα.

Το βράδυ η Κ. θα πήγαινε σε ένα ραντεβού για δουλειά. Ντυμένη totally black, σαν την διάθεσή της, με ένα γκρι φουλάρι στο λαιμό για να σπάει την μονοτονία.

“Καλή τύχη” της ευχήθηκε καθώς έβγαινε από την πόρτα.

Θυμήθηκε το χαρτάκι που της έγραψε και το σφήνωσε σε μια χαραμάδα του φοιτητικού της γραφείου, σαν φυλαχτό και ξόρκι.

“Γιατί πολύ σ'αγάπησα, γιατι δεν αγαπώ εμένα...”.

Το βρήκε άραγε στην μετακόμιση της; Αν το βρήκε του έδωσε σημασία και αν του έδωσε σημασία κατάλαβε από ποιόν μπορεί να ήταν;

Θυμήθηκε και την έξοδο στο ρεμπετάδικο μετά το ραντεβού της, εκείνος είχε παραγγείλει κοτόπουλο στήθος, εκείνη συκώτι, μια χόρτα και μια μισόκιλη ημίγλυκο. Του ζητούσε επίμονα να παραγγείλει στη ορχήστρα τον “Συνάχη” μα δεν μπορούσε να θυμηθεί γιατί δεν το παράγγειλε ποτέ.

Συζητούσαν περι ανέμων και υδάτων.

“Θα φύγω με το πρώτο αεροπλάνο” της είπε

Δεν του απάντησε, με το βλέμμα της στο δρόμο, κλωτσούσε αόρατα χαλίκια από αμηχανία.

“Αν βρεθώ ποτέ φαντάρος και μπατίρης σε τούτα τα μέρη, θα μου στρώσεις καμμιά γωνιά να κοιμηθώ; την ρώτησε

“Φυσικά, μην λές βλακείες” του είπε με απόλυτη σιγουριά, όχι γιατί ήθελε να τον φιλοξενήσει αλλά γιατί έμοιαζε απίστευτα απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο.

Λες και ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί και άκουγαν εκείνο το βράδυ.

Μερικά χρόνια αργότερα, σχεδόν ίδιες μέρες, Νοέμβρης πάλι, βρέθηκε στην πόλη της. Μπατίρης και φαντάρος και εκείνη δεν σήκωσε ποτέ το κινητό της...

“Επόμενος σταθμός Δουκίσσης Πλακεντίας. Τερματικός σταθμός. Παρακαλώ αποβιβαστείτε” διέκοψε το ταξίδι των ανανμήσεων του η φωνή από τα μεγάφωνα. Το άρωμα πλανιόταν ακόμα στο βαγόνι του συρμού. Όπως σηκώθηκε παρατήρησε την κοπέλα που καθόταν δίπλα του.

“Κ; Γιατί δεν σήκωσες το κινήτο;” της είπε

Η κοπέλα τον κοίταξε αμήχανα και του κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

Είχε μπει πάλι στην 25η Ώρα.

Κριτικές Χρηστών

There are no user reviews for this listing.

 

 
 
Powered by jReviews

Κριτικές : Advanced Search

Κατηγορία:     Keywords: